Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αμφιθέα [amfiθéa] η, geogr
- community NE of Paleo Faliro.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφιθεατράκι [amfiθeatráci] το,
- little amphitheater
[der of αμφιθέατρο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφιθεατρικά [amfiθeatriká] adv (L)
- in the form of an amphitheater, amphitheatrically (syn αμφιθεατρικώς L):
- η πόλη χτίστηκε ~ |
- το χωριό είναι χτισμένο ~ |
- μιά πολίχνη ~ χτισμένη |
- η μικρή πολιτεία ~ απλωμένη ως την παραλία |
- οι μαθητές του καθισμένοι ~ |
- τα σπίτια ξεκινούν από το λιμάνι και σκαρφαλώνουν ~ στο λόφο (Varelas) |
- η Λισαβώνα αποκαλύπτεται ~ απλωμένη πάνω στους εφτά της λόφους (Ouranis) |
- η ρεματιά κλεισμένη ~ από αμμώδεις λόφους κι από ξεγδαρμένα βράχια (id.) |
- σκάλες λένε οι ξοχαραίοι τις λουρίδες που χωρίζουν ~ τα χωράφια τους (Myriv) |
- τα δίδυμα υψώματα του Πλατυβουνιού τα είχανε τυλίξει ~ με τρεις σειρές χαρακώματα και ολμοβολεία από ξερολιθιά (Terzakis)
[der of αμφιθεατρικός]
- in the form of an amphitheater, amphitheatrically (syn αμφιθεατρικώς L):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφιθεατρικός -ή -ό [amfiθeatrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε αμφιθέατρο: ~ χώρος. || που έχει το σχήμα, τη διάταξη αμφιθεάτρου: Aμφιθεατρική εξέδρα / αίθουσα.
αμφιθεατρικά ΕΠIΡΡ: H πόλη είναι χτισμένη ~. [λόγ. αμφιθέατρ(ον) -ικός μτφρδ. γαλλ. amphithéâtrale (δες στο αμφιθέατρο)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφιθεατρικός, -ή, -ό [amfiθeatrikós] (L)
- amphitheatric(al), semicircular:
- αμφιθεατρικό ημικύκλιο |
- αμφιθεατρική εξέδρα |
- ένα αμφιθεατρικό υπερώο με θέσεις για 250 περίπου θεατάς |
- αμφιθεατρική τοποθεσία |
- ~ χώρος |
- αμφιθεατρική διάταξη των κτιρίων |
- οι ναοί επήραν μια αμφιθεατρική διάταξη, μια σχηματική επανάληψη του θεάτρου (Dakaris) |
- η αμφιθεατική κόγχη της ελληνικής γης (Theodorakop) |
- είδα το Aλγέρι να ξετυλίγεται πάνου στους αμφιθεατρικούς του λόφους σαν ένα όραμα (Ouranis) |
- η αντιαμφιθεατρική ανάπτυξη της μικρής πολιτείας της Mυκόνου από νότο προς δύση και βοριά είναι ακριβώς αντίθετη από τον ανατολικό αμφιθεατρικό προσανατολισμό της συριανής πρωτεύουσας (Karagatsis) |
- μέσ' από την ωραία πύλη φαινότανε το μαρμάρινο κιβούριο και στο βάθος τ' αμφιθεατρικά σκαλιά του ιερού, ίδια κερκίδες από αρχαίο θέατρο (KPolitis)
[neol, der of K αμφιθέατρον]
- amphitheatric(al), semicircular:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφιθεατρικώς [amfiθeatrikós] adv (L)
- in the shape of an amphitheater, amphitheatrically (syn αμφιθεατρικά):
- η πόλη είναι χτισμένη ~
[der of αμφιθεατρικός]
- in the shape of an amphitheater, amphitheatrically (syn αμφιθεατρικά):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφιθέατρο το [amfiθéatro] Ο42 : 1.χώρος εκπαιδευτηρίου ή θεάτρου συνήθ. σε ημικυκλικό σχήμα με καθίσματα τοποθετημένα κλιμακωτά απέναντι από τη σκηνή: Tο μεγάλο ~ του χημείου. Tο ~ της Nομικής / της Φιλοσοφικής. H συναυλία θα δοθεί στο κεντρικό ~. || (επέκτ.) οι θεατές ενός αμφιθεάτρου: Όλο το ~ χειροκροτούσε συγκινημένο. 2. (αρχ.) ρωμαϊκό, αρχικά, οικοδόμημα σε στρογγυλό ή ελλειψοειδές σχήμα με κλιμακωτά καθίσματα για τις δημόσιες γιορτές: Tο Φλαβιανό ~, το Kολοσσαίο.
[λόγ.: 2: ελνστ. ἀμφιθέατρον· 1: σημδ. γαλλ. amphithéâtre < λατ. amphitheatrum < ελνστ. ἀμφιθέατρον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφιθέατρο [amfiθéatro] το, (& Makryg, Psichari αφιθέατρο) (L)
- ① amphitheater:
- διάδρομος του αμφιθεάτρου |
- το Aμφιθέατρο της Pώμης Colosseum (syn Kολοσσαίο) |
- η Hράκλεια είχε ένα ~ οπού επερνούσε ένα από τα θεάματα της Oικουμένης (Dimitrieis) |
- άρχισε η Συνέλεψη έξω εις τ' αφιθέατρο εις τ' Άργος (Makryg) |
- μπροστά του σαν αφιθέατρο τα βουνά (Psichari) |
- ο ήλιος λοξοδρομούσε κιόλα, αφίνοντας το μισό ~ μέσα στον ήσκιο (KPolitis) |
- τα σπίτια και τα σπιτόπουλα, μέσ' τις στενές ανηφοριές, σχηματίζουν όλα μαζί ένα σωστό ~ (Petsalis)
- ⓐ fig amphitheatrical appearance of a site:
- απάνω από το κομψό ~ της χώρας να κι ο λόφος του Kάστρου (Xenop) |
- το ~ των βουνών ήταν πιτσιλισμένο εδώ κ' εκεί με γκρίζες κηλίδες συνοικισμών (Ouranis) |
- η μικρή πολιτεία είναι σα μια σκοπιά πάνω από το ~ της Σαντορίνης, των μικρών νησιών και της θάλασσας (id.)
- ② semicircular lecture hall w. stepped seats, amphitheatrical auditorium, amphitheater, (US) bowl:
- το ~ της σχολής, του πανεπιστημίου, του ανατομείου, κλ |
- το φθινόπωρο ξανάρχισαν τα μαθήματα, άνοιξε το ~ της ιατρικής σχολής |
- την κοσμοθεωρία του την είχε απ' αυτά σχεδόν τα θρανία του κολλεγίου, απ' αυτά τ' αμφιθέατρα του πανεπιστημίου της Λυών (Melas)
- ⓑ synecd the audience in an amphitheater:
- το ~ απεδοκίμασε τον ομιλητή με λίγες εξαιρέσεις
[fr K αμφιθέατρον, substantiv. n of αμφιθέατρος; cf also MG αμφιθέαμα 'amphitheater']
- ① amphitheater: