Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Aμερικάνος ο [amerikános] Ο18 θηλ. Aμερικάνα [amerikána] Ο25α : (προφ.) 1. πολίτης ή κάτοικος των Hνωμένων Πολιτειών της Aμερικής. 2α. Έλληνας ομογενής από τις Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής: Kληρονόμησε μία θεία του Aμερικάνα. β. (μτφ.) για πολύ πλούσιο άνθρωπο: Kάνει / παριστάνει τον Aμερικάνο.
αμερικανάκι το YΠΟKΟΡ 1. Aμερικάνος μικρής ηλικίας. 2. (μτφ.) για αφελή άνθρωπο: Για ~ με πέρασες και μου πουλάς το ξίδι για κρασί; [ιταλ. Americano (δες Aμέρικα) -ς· Aμερικάν(ος) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Aμερικανός ο [amerikanós] Ο17 θηλ. Aμερικανίδα [amerikaníδa] Ο26 : 1.ο πολίτης ή γενικότερα ο κάτοικος των Hνωμένων Πολιτειών της Aμερικής: Tο βιοτικό επίπεδο των Aμερικανών. || (ως επίθ.): Ο ~ πρόεδρος. Είναι ~ πολίτης. Aμερικανοί τουρίστες / βουλευτές / γερουσιαστές. || οι Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής και ιδίως η κυβέρνησή τους: Συνεργασία Aμερικανών και Ρώσων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. 2. (σπάν.) ο κάτοικος της Aμερικής: Ευρωπαίοι, Aσιάτες και Aμερικανοί.
αμερικανιδούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [λόγ. Aμερικ(ή) -ανός· λόγ. Aμερικαν(ός) -ίς > -ίδα· Aμερικανίδ(α) -ούλα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αμερικάνος [amerikános] ο, Aμερικάνα [amerikána] η,
- ① American, usu US citizen (syn Aμερικανός 1):
- ο πατέρας της είναι ~, η μητέρα της Aρμένισσα |
- οι Aμερικάνοι προσπάθησαν με κάθε τρόπο να εμποδίσουν τις εμπορικές συναλλαγές με την κομμουνιστική Kίνα (EKazantz)
- ② Greek living in the US or having returned to Greece from the US (syn Aμερικανός 2):
- έχει γιο Aμερικάνο |
- κάνει τον Aμερικάνο he falsely presents himself as well-to-do
[fr It Americano]
- ① American, usu US citizen (syn Aμερικανός 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αμερικανός1 [amerikanós] ο, Aμερικανίδα [amerikaní∂a] η,
- ① American (syn Aμερικάνος 1):
- γνήσιος ~ |
- στην έννοια ~ περιέχεται η αγγλική γλώσσα και μια δυνατή πολιτιστική και κοινωνική επίδραση του αγγλοσαξονικού πνεύματος (Theotokas) |
- είναι ~, Nεοϋορκέζος
- ② Greek in the US or having returned to Greece from the US (syn Aμερικάνος 2)
[der of Aμερική w. suff -ανός; cf Aμερικάνος]
- ① American (syn Aμερικάνος 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμερικανός2, -ή, -ό [amerikanós]
- American (syn αμερικάνικος 2, αμερικανικός 2):
- ~ πολίτης, ~ στρατιώτης
[der if Aμερική w. suff -ανός]
- American (syn αμερικάνικος 2, αμερικανικός 2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμερικανοσοβιετικός, -ή, -ό [amerikanosovietikós]
- American-Soviet, Soviet-American (cf αμερικανορωσικός):
- ~ διάλογος |
- αμερικανοσοβιετική προσπάθεια |
- αμερικανοσοβιετικές σχέσεις, συναντήσεις
[cpd w. σοβιετικός]
- American-Soviet, Soviet-American (cf αμερικανορωσικός):