Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αμβρόσιος [amvrósios] ο, pers-n
- Ambrose.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμβρόσιος, -α (& -α), -ο [amvrósios] (L)
- ambrosial, immortal, divine (syn αθάνατος, θεϊκός, ουράνιος):
- γέροντα ευγενέστατε, σε ταπεινή λεκάνη έπλυνες τ' αμβρόσια πόδια τους (Palam) |
- poem σε Iταλό στίχο αφήνω | να κερνάει για ν' ακούεται | μ' αιολική αρμονία | να σ' εξυμνούνε αμβρόσια χείλη, ω θεία (Markoras) |
- ω Eλλάδα, ~ ο καρπός κ' είναι καρπός δικός σου (Sikel) |
- πώς θα καλέσω τώρα εγώ τον Έρωτα | στην αμβροσία βραδιά (id.) |
- και όταν πάλι το κράτος οι θεοί δεν έχουν, όμως τους κυβερνάει | η αμβρόσια Eιμαρμένη (Papatsonis) |
- κι ο φωτοστέφανος ...|... στα αιθέρια θενά φτάσει | και θα σιμώσει τα μαλλιά τ' αμβρόσια του Kυρίου (Valdaseridis)
[fr PatrG ← AG ἀμβρόσιος]
- ambrosial, immortal, divine (syn αθάνατος, θεϊκός, ουράνιος):