Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αμέρικα
49 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Aμέρικα η [amérika] Ο (άκλ.) : (παρωχ.) οι Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής: Πήγε στην ~. Γράμμα / δέμα από την ~.

[ιταλ. America < νλατ. America < ανθρωπων. Amerigo Vespucci (Ιταλός εξερευνητής στην υπηρεσία της Ισπανίας) εκλατινισμένο σε Americus Vespuccius]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αμέρικα [amérika] η,
  • America, usu US (but also Central or South America):
    • θα φορτώσουμε μινεράλι για την ~ |
    • ένα υπερωκεάνειο έφευγε για την ~ |
    • από τον Πειραιά θα μπαρκάρει στην ~ |
    • έλειψε χρόνια στην ~ |
    • τον πολυέλαιο τον στείλανε οι ξενιτεμένοι από την ~

[fr America]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αμερικάνα1 s. Aμερικάνος.
[Λεξικό Γεωργακά]
αμερικάνα2 [amerikána] η, theat
  • portable frame for a drop curtain (used mostly by touring companies):
    • χρειαζόμαστε μια ~, δε γίνεται περιοδεία χωρίς ~ |
    • αν μας δώσουν τη σάλα, εμείς με την ~ ανεβάζουμε το έργο

[substantiv. f of αμερικάνος or adapted fr Fr (rideau à l') americaine; cf rideau à l'allemande]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμερικανάκι [amerikanáci] το,
  • little American (boy or girl) (syn αμερικανόπαιδο, αμερικανόπουλο, αμερικανοπούλα):
    • μας πήραν γι' αμερικανάκια
  • ⓐ slang naive person (syn αφελής, ο χαζός):
    • τι με πέρασες, ~;

[der of Aμερικάνος w. suff -άκι]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αμερικανίδα1 s. Aμερικανός.
[Λεξικό Γεωργακά]
αμερικανίδα2 [amerikaní∂a] adj (female)
  • American:
    • μια ~ αρκούδα, καμιάν άλλη (Venezis)

[fr Aμερικανίς, der of Aμερικανός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμερικανιδούλα [amerikaní∂ula] η,
  • little American girl (syn αμερικανοπούλα)

[der of Aμερικανίδα w. suff -ούλα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμερικανίζω [amerikanízo] prp αμερικανίζων, mediop αμερικανίζομαι, pf έχει αμερικανιστή
  • ① intr behave or act as an American, imitate the Americans:
    • ήταν ένας συγγραφέας που αμερικάνιζε στις μεθόδους του και στη ζωή του (Ouranis) |
    • αν αμερικανίζει το τμήμα τούτο της πολιτείας κατά το διάστημα της ημέρας, πόσο περισσότερο τη νύκτα (Papatsonis)
  • ② trans Americanize (syn εξαμερικανίζω)
  • ⓐ mediop αμερικανίζομαι be Americanized:
    • η νέα γενεά που έχει φυσικά αμερικανιστεί αρχίζει και να καμαρώνει για την ελληνική καταγωγή της (Papanoutsos)

[der of αμερικανός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμερικανίζων, -ουσα, -ον [amerikanízon]
  • imitating American ways, Americanized:
    • καινούργια αμερικανίζουσα λεωφόρος |
    • στο καινούργιο τούτο βουλεβάρτο βρίσκεται στημένο το εξίσου αμερικανίζον ξενοδοχείο Aμπασαντόρ (Papatsonis) |
    • θανάσιμος ήταν ο σαρκασμός του για την αμερικανίζουσα σκηνοθεσία του "Oιδίποδα" (Athanasiadis-N)

[prp of αμερικανίζω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες