Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αλωνάρης
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλωνάρης ο [alonáris] Ο11 : (λαϊκότρ.) 1. ο αλωνιστής. 2. Aλωνάρης, ο μήνας Iούλιος.

[αλών(ι) -άρης]

[Λεξικό Κριαρά]
Αλωνάρης ο.
  • O μήνας Iούλιος, κατά τον οποίο γίνεται το αλώνισμα:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 28813).

[<ουσ. αλώνι + κατάλ. άρης. H λ. και σήμ. λαϊκ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλωνάρης [alonáris] ο,
  • ① thresher (syn αλωνιστής) region. & lit:
    • συναχτήκανε οι χωριανοί κι ακούνε το Δεσπότη, ζευγάδες, περβολαραίοι, μεροκαματιάρηδες, αλωνάρηδες, λιχνιστάδες κλ. (Petsalis-D)
  • ② Thresher, i.e. the month of July (syn αλωνιστής 2, Iούλιος):
    • gnom που μοχτάει το χειμώνα χαίρεται τον αλωνάρη (of the working farmer) |
    • κότα, πίτα το Γενάρη | και παπί τον αλωνάρη (τρώγε understood) |
    • poem να κι ο ~, δουλευτής· όπου σταθεί, όπου γείρει, | τον κατατρέχει το λιοπύρι (Palam)

[fr LMG αλωνάρης 'July', der of αλώνιν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες