Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Aλλάχ ο [aláx] Ο (άκλ.) : ο Θεός των μουσουλμάνων. || (ειρ.) ο Θεός: Δόξα να ΄χει ο ~.
[μσν. Aλλάχ, Aλλά < αραβ. Allāh και μέσω του τουρκ. Allah]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αλλάχ s. Aλάχ.
[Λεξικό Κριαρά]
- Αλλάχ-Aλλάχ, επιφ.· Άλλα-Άλλα· Aλλαλλά· Aλλάχ-Άλλα· ’Λα-Aλλά· Oλλαλά.
-
- 1) Kραυγή επίκλησης του Aλλάχ:
- επέφταν στον Δούναβην κι εσκούζαν «Άλλα-Άλλα» (Σταυριν. 388).
- 2) (Ως πολεμική κραυγή):
- εκράζαν το Θεό «’Λα-Aλλά» το όνομά του (Tζάνε, Kρ. πόλ. 27210).
- 3) (Σε θέση ουσ.):
- το «Aλλαλλά» εκράζασι και δυνατά χουγιάζουν (Tζάνε, Kρ. πόλ. 18519).
[<επανάληψη της επίκλησης «Aλλάχ! Aλλάχ!»]
- 1) Kραυγή επίκλησης του Aλλάχ:
[Λεξικό Κριαρά]
- αλλαχού, επίρρ.
-
- (Προκ. να δηλωθεί κατεύθυνση προς πρόσωπο) αλλού:
- Eιδέ και αλλαχού ποθείς, ου μη σε αναγκάσω (Διγ. Z 1709).
[αρχ. επίρρ. αλλαχού. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Προκ. να δηλωθεί κατεύθυνση προς πρόσωπο) αλλού:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαχού [alaxú] adv (L)
- in another place, elsewhere (syn αλλού):
- αυτά συμβαίνουν και ~ |
- να συμμετέχη και αυτός στο κύμα της Aναγεννήσεως που επικρατούσε στη Γερμανία και ~ (Papatsonis) |
- ετούτη η χλιδή η δουλεμένη, ετούτες οι ψυχές οι καλοδουλεμένες στην πίστη και στα έργα της πίστης δεν είναι πράματα που βλέπουνται ούτε συναντιούνται ~ (id.)
- ⓐ in other passages (in references made):
- βλέπε (το βιβλίο του τάδε στις) σελίδες 142, 147, 383, 385 και ~
[fr MG αλλαχού ← K (pap 2nd, 6th c. AD) ← AG]
- in another place, elsewhere (syn αλλού):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαχτής [alaxtís] ο,
- worker dealing w. the replacement of worn-out parts w. new ones, repairer, repairman, mender (near-syn επιδιορθωτής, επισκευαστής):
- ~ των ψιδιών |
- ζητείται πεπειραμένος ~ και επιδιορθωτής ελασμάτων επίπλων
[fr AG *ἀλλακτής (as it appears in cpds such as διαλλακτής, συναλλακτής, ἐξαλλακτής, ἀπαλλακτής): ἀλλάσσω]
- worker dealing w. the replacement of worn-out parts w. new ones, repairer, repairman, mender (near-syn επιδιορθωτής, επισκευαστής):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαχτικά [alaxtiká] τα, banking
- fee charged by the bank for the exchange of money, checks, bonds etc, exchange charge:
- πληρώνονται ~ για την αλλαγή ξένων νομισμάτων |
- για επιταγές μικρών τραπεζών του εξωτερικού ζητούν μεγάλα ~
[substantiv. n pl of AG ἀλλακτικός 'of or for exchange']
- fee charged by the bank for the exchange of money, checks, bonds etc, exchange charge:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαχτό [alaxtó] το,
- ① folkl invisible demonic or mischievous power causing mental disturbance or other harmful effects in individuals (near-syn δαιμονικό, λάμπαγμα, νεραϊδιακό, ξωτικό, τελώνιο):
- folks. (distich) δε με λαμπάξαν αλλαχτά, ξωθιές δε μ' αμποδέσαν, | μόνε τα δυο ματάκια σου, κερά μου, με πλανέσαν (Dimitrakos)
- ② synecd person w. physical and psychic defects, i.e. skinny, sickly, absent-minded, weak-minded, ugly, voracious etc, as a result of the harmful effect of the demonic power (of meaning 1) (syn παράλλαγμα, near-syn παρλιακό):
- έγινε (στέκει) σαν ~ |
- τρώει σαν ~ |
- κάνει σαν ~ από το φόβο του |
- είναι ~ ο κακομοίρης από γεννησιμιού του |
- είναι ~ και κάνει την όμορφη
[substantiv n. of αλλαχτός; cf AG ἀλλακτόν το 'bearing pole, bearer']
- ① folkl invisible demonic or mischievous power causing mental disturbance or other harmful effects in individuals (near-syn δαιμονικό, λάμπαγμα, νεραϊδιακό, ξωτικό, τελώνιο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλλαχτός, -ή, -ό [alaxtós]
- capable of being replaced, replaceable
[fr K ἀλλακτός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλλαχτος, -η, -ο [álaxtοs] (& άλλαγος) region. (Peloponn.,
- Euboea etc) & lit
- ① unchanged, unaltered (syn αμετάβλητος, ανάλλαχτος):
- poem εγώ δεν είμ' εσύ· μες στους αιώνες ~μένω
- ② not having changed into clean (or new) clothes (syn ανάλλαχτος, ant αλλαγμένος):
- ~ πήγε στην εκκλησία
[fr αλλαχτός w. shift of the accent]