Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αλιβέρι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αλιβέρι [alivéri] το, geogr
  • town of Middle Euboea.
[Λεξικό Γεωργακά]
αλιβερίτικο [aliverítiko] το,
  • a sort of cotton

[substantiv. n of αλιβερίτικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλιβερίτικος, -η, -ο [aliverítikos]
  • of or fr Aliveri:
    • ~ λιγνίτης |
    • αλιβερίτικο κάρβουνο

[der or Aλιβέρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες