Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αλιάκμονας [aliákmonas] ο, gen Aλιάκμονα (& L Aλιάκμων) geogr
- river in Macedonia:
- στις όχθες του Αλιάκμονα |
- κοιλάδα του Αλιάκμονα |
- τον Αλιάκμονα, που κυλιέται νωθρός και θολός κάτω από το μακρουλό σιδερένιο του γεφύρι (Panagiotop)
[fr AG ^Aλιάκμων]
- river in Macedonia: