Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αλβιών [alvión] η, gen Aλβιώνος (L) geogr, rare
- Britain:
- (οι καλεσμένοι) ήσαν ό,τι καλύτερο έχει στην τέχνη, στην πολιτική, στη ζωή του κόσμου η γηραιά ~ (Melas) |
- η πονηρή ~ ... θεωρείται από πολλούς ... η κακή δασκάλα στον τρόπο, που οι Hνωμένες Πολιτείες επιχειρούν ... να παίξουν τον ηγετικό ρόλο τους (Papanoutsos)
[fr kath ← K Aλβιών]
- Britain: