Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αλάσκα [aláska] η, geogr
- Alaska, state of the US, in Arctic and sub-arctic region.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλασκάριστα [alaskárista] adv
- not loosened, tightly tied (syn χωρίς λάσκο) .
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλασκάριστος -η -ο [alaskáristos] Ε5 : που δεν τον έχει λασκάρει κάποιος, δεν τον έχουν χαλαρώσει· αχαλάρωτος, τεντωμένος. ANT λασκαρισμένος: Άφησε αλασκάριστο το σκοινί της βάρκας.
[α- 1 λασκαρισ- (λασκάρω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλασκάριστος, -η, -ο [alaskáristos]
- not loosened, tight, tightly tied (syn αχαλάρωτος, ant λασκαρισμένος, χαλαρωμένος):
- σκοινί αλασκάριστο |
- άφησες αλασκάριστο το σκοινί της βάρκας
[cpd w. λασκαριστός: λασκάρω]
- not loosened, tight, tightly tied (syn αχαλάρωτος, ant λασκαρισμένος, χαλαρωμένος):