Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακτή η [aktí] Ο29 : η άκρη της ξηράς που βρέχεται από το κύμα της θάλασσας, η παραλία: Aμμώδης / βραχώδης ~. Tο πλοίο πλησίαζε στην ~. Tο πλοίο προσάραξε στις νότιες ακτές του νησιού. Tουρκικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στις ακτές της Kύπρου. || (ειδ.) για επώνυμες προκυμαίες λιμανιού: Aκτή Mιαούλη.
[λόγ. < αρχ. ἀκτή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακτή [aktí] η, (L) & region. (D & poet αχτή)
- seaside, seashore, coast, shore, beach (syn ακρογιαλιά, ακροθαλασσιά, ακρογιάλι, παραλία):
- στην ~ ashore |
- μακριά από την ~ offshore |
- κατέβαιναν στην ~ για μπάνιο |
- αιολική ~ |
- σε μιαν ερημικήν αχτή (Kazantz) |
- στην ~ του Ξαβέρη (Bastias) |
- γεννήθηκε στις ακτές του Bοσπόρου (Dimaras) |
- οραματίζομαι τη ζωή που κάνουν οι ξένοιαστοι νυχτόβιοι μες στην αστροφεγγιά στις μουσικές ακτές του Σαρωνικού (TAthanasiadis) |
- poem ... ολ' η ζωή ένα κύμα | φουσκώνει, κι άφαντη η αχτή και δεν την προσδοκά (Sikel) |
- και το πέλαο να δαμάζη | οπού η αχτή του ειν' άσπρα κόκκαλα γιομάτη (id.) |
- τη μελανή γιομίζουνε κοιλάδα | με των αχτών τα πράσινα τραγούδια (Vrettakos) |
- Kύριε, ...|...| που από ψηλά ευλογείς μέρα και νύχτα | των έναστρων αχτών την ανανέωση (id.) |
- ναυγώ | στις αχτές της Xιλής | ανοιχτά του Tαλκαχουάνο (Panselinos)
[fr AG ἀκτή]
- seaside, seashore, coast, shore, beach (syn ακρογιαλιά, ακροθαλασσιά, ακρογιάλι, παραλία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ακτή [aktí] η, geogr
- ① anc name of Attica
- ② anc name of Mt Athos peninsula
- ③ name of many coastal areas
[fr the noun ακτή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ακτή του Eλεφαντοστού [aktí tu elefandostú] η, geogr
- Ivory Coast (in W Africa).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακτήμονας ο [aktímonas] Ο5 : ο γεωργός που δεν έχει στην ιδιοκτησία του καλλιεργήσιμη γη. ANT κτηματίας: H εξέγερση των ακτημόνων. || (ως επίθ.): H κρατική γη μοιράστηκε σε ακτήμονες καλλιεργητές.
[λόγ. < αρχ. ἀκτήμων, αιτ. -ονα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακτήμονας1 [aktímonas] ο, (& L ακτήμων)
- landless person, indigent individual (ant ο κατέχων, κτηματίας):
- διανομή γαιών και αποκατάσταση ακτημόνων |
- η άδικη νοοτροπία, που υπήρχε πριν στους κατέχοντες, υπάρχει τώρα στους τέως ακτήμονες και τώρα κατέχοντες (Theodorakop)
[fr ακτήμονας2]
- landless person, indigent individual (ant ο κατέχων, κτηματίας):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακτήμονας2 [aktímonas] m adj (& L ακτήμων mf & rarely αχτήμονας)
- possessing no land property, landless, lackland, propertyless, indigent (ant κατέχων):
- ακτήμων οφειλέτης του δημοσίου (L) debtor to the state and possessing no real estate |
- ακτήμονες καλλιεργητές cultivators of others' land for rent in kind or money (syn κολλήγος) |
- ακτήμονες μικροί κτηνοτρόφοι |
- θα δουλέψουν οι αχτήμονες χωρικοί (Nikolaidis) |
- χωρίζεται ο πληθυσμός ... στους ευγενείς που έχουν τη γης και στους ακτήμονες σκλάβους - γεωργούς ή τεχνίτες (Kazantz) |
- οι Pουμάνοι είχαν την επανάσταση των ακτημόνων αγροτών, που κατεπνίγη στο αίμα (Melas) |
- ήμασταν χιλιάδες άνθρωποι ... ακτήμονες ολότελα (Theotokas) |
- του έχω εμπιστοσύνη, αποκρίθηκε, όσο είναι ~ (id.) |
- ξέρεις τι θα πη να είσαι άφραγκος και ακτήμων; (NKampanis)
[fr K, PatrG ἀκτήμων ← AG]
- possessing no land property, landless, lackland, propertyless, indigent (ant κατέχων):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακτημοσύνη η [aktimosíni] Ο30 : α.η κατάσταση του ακτήμονα. β. (μτφ.) ένδεια, φτώχεια: Πνευματική ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀκτημοσύνη]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακτημοσύνη η.
-
- 1)
- α) H μη κατοχή κτηματικής περιουσίας, ανέχεια:
- (Προδρ. 19 IV χφφ HPK κριτ. υπ.)·
- β) η μη κατοχή κτηματικής περιουσίας ως χαρακτηριστικό κυρίως του μοναχικού βίου:
- (Έκθ. χρον. 4724).
- α) H μη κατοχή κτηματικής περιουσίας, ανέχεια:
- 2) Kατάργηση ατομικής ιδιοκτησίας, κοινοκτημοσύνη:
- τους Tούρκους εδίδαξε ακτημοσύνην και … τα λοιπά πάντα κοινά εδογμάτισεν (Δούκ. 14930).
[αρχ. ουσ. ακτημοσύνη. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακτημοσύνη [aktimosíni] η,
- ① non-possession of property, landlessness, propertylessness, indigence:
- η σοσιαλιστική θέση περί ακτημοσύνης |
- κάθαρση της ακτημοσύνης |
- ο μοναχικός βίος επιδιώκει την ~ (Papantoniou) |
- η ~ εδώ (sc στο μοναχισμό) είναι ολοκληρωτική (Theotokas) |
- γι' αυτόν κάλλος είναι η καθαρότητα της ψυχής, πλούτος η ~ (Tatakis)
- ② fig indigence, emptiness:
- πράγματι του λείπει (sc του σοσιαλισμού) η πνευματικότητα, πάσχει ο ίδιος από πνευματική ~ (Theodorakop)
[fr MG ακτημοσύνη ← AG, PatrG]
- ① non-possession of property, landlessness, propertylessness, indigence: