Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αιθίοπας [eθíopas] ο, (& L Aιθίοψ) Aιθιοπίδα [eθiopí∂a] η, (& Aιθιόπισσα)
- ① Ethiopian (formerly Abyssinian)
- ② hist black African, blackamoor, Negro (syn Aράπης, Nέγρος):
- και μέσα στα πλήθη των δέντρων ο φοίνικας, σα γίγας άγριος, ~ στολισμένος με μεγάλα φτερά, κουνά τα κλαδιά του (Voutyras)
[fr K Aἰθίοψ, (LXX) -όπισσα (also PatrG Aἰθίοψ) ← AG Aἰθίοψ, -οπίς]