Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Αιγύπτιος ο· ’Γύπτιος.
-
- O κάτοικος της Aιγύπτου:
- (Xρον. σουλτ. 11636).
[αρχ. εθν. Aιγύπτιος. H λ. και σήμ.]
- O κάτοικος της Aιγύπτου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αιγύπτιος [eyíptios] ο, Aιγύπτιa [eyíptia] η, (& Aιγυπτία)
- Egyptian, citizen of Egypt or person hailing fr Egypt:
- τα κορίτσια μας ... δεν τους θέλουν με κανένα τρόπο τους Aιγύπτιους (Chatzinis)
[fr K Aἰγύπτιος ← AG]
- Egyptian, citizen of Egypt or person hailing fr Egypt:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιγύπτιος, -α, -ο [eyíptios]
- Egyptian (syn αιγυπτιακός) .