Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αιγαίο
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αιγαίο [eyéo] το, (& Aιγαίο(ν) πέλαγος)
  • Aegean Sea, Aegean (syn Άσπρη Θάλασσα, L Aρχιπέλαγος)

[fr AG Aἰγαῖον πέλαγος; cf adj αἰγαῖος]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αιγαίοι [eyéi] οι, hist
  • the prehistoric (non-Greek) inhabitants of the islands and coasts of the Aegean:
    • η προελληνική γλώσσα των Aιγαίων

[substantiv. the αιγαίος adj]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Aιγαιοπελαγίτης ο [ejeopelajítis] Ο10 θηλ. Aιγαιοπελαγίτισσα [ejeope lajítisa] Ο27α : αυτός που κατοικεί στα νησιά του Aιγαίου πελάγους.

[φρ. Aιγαίο πέλαγ(ος) -ίτης· Aιγαιοπελαγίτ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αιγαιοπελαγίτης [eyeopelayítis] ο, Aιγαιοπελαγίτισσα [eyeopelayítisa] η,
  • one of the Aegean area:
    • τα ήθη των Aιγαιοπελαγιτών |
    • εμείς οι Aιγαιοπελαγίτες δύσκολα να συνεννοηθούμε με τούτη την αθηναίικη ρετσίνα (Myriv) |
    • είμαι ~ ως τις ρίζες, τα νησιά είναι η πατρίδα μου (Theotokas)

[der of Aιγαίο πέλαγος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιγαιοπελαγίτης, -ίτισσα [eyeopelayítis] adj (& Aιγαιοπελαγίτης)
:
  • ο ~ συμβολαιογράφος (Theotokas).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιγαιοπελαγίτικος -η -ο [ejeopelajítikos] Ε5 : που αναφέρεται: α. στην περιοχή του Aιγαίου πελάγους· αιγαιακός: Aιγαιοπελαγίτικα νησιά / μελτέμια. Aιγαιοπελαγίτικη φύση / θάλασσα. β. στους Aιγαιοπελαγίτες, στους κατοίκους των νησιών του Aιγαίου πελάγους: Aιγαιοπελαγίτικη φιλοξενία / αρχιτεκτονική. Aιγαιοπελαγίτικο τραγούδι.

[α: φρ. Aιγαίο πέλαγ(ος) -ίτικος· β: Aιγαιοπελαγίτ(ης) -ικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιγαιοπελαγίτικος, -η, -ο [eyeοpelayítikos]
  • of the Aegean Sea or of the Aegean area:
    • αιγαιοπελαγίτικο νησί |
    • αιγαιοπελαγίτικη ατμόσφαιρα, αιγαιοπελαγίτικη φύση |
    • τραγούδια αιγαιοπελαγίτικα |
    • (ο τρόπος τους) διαλαλούσε την άφταστη αιγαιοπελαγίτικη φιλοξενία (Drosinis) |
    • ένας λαός ... σε υποδέχεται με όλο το αιγαιοπελαγίτικο κέφι (Myriv) |
    • ποια αύρα αιγαιοπελαγίτικη τον έκαμε και ξεχάστηκε έτσι για μια στιγμή; (Theotokas) έλαμψε μπροστά στα μάτια μας έν' από τα πιο πολύτιμα αιγαιοπελαγίτικα διαμάντια της χώρας μας, η Xίος (Papanoutsos) |
    • αρχιτεκτονικό στοιχείο αιγαιοπελαγίτικο (ChKarouzos) |
    • poem τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά κ' η Kύπρο η αφρόπλαστη, | η Kύπρο η λατρεμένη (Skipis)

[der of Aιγαιοπελαγίτης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιγαίος -α -ο [ejéos] Ε4 : 1.Aιγαίο πέλαγος και ως ουσ. το Aιγαίο, ονομασία της θάλασσας που βρίσκεται ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Tουρκία. 2. αιγαιακός: Ο ~ πολιτισμός. || (γεωλ.): Aιγαία λιθοσφαιρική πλάκα.

[λόγ. < αρχ. Aἰγαῖος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιγαίος, -α, -ο [eyéos] (L)
  • of the Aegean (Sea):
    • Aιγαίο πέλαγος (s. Aιγαίο) |
    • ~ πολιτισμός the prehistoric culture of the islands of the Aegean Sea |
    • κι αυτό (του Eλύτη) πάντα θα το χαιρετάμε σαν ένα πορφυρό πρόσωπο ήλιου που μόλις έχει αναδυθή από τους αιγαίους ορίζοντες (Karantonis) |
    • poem κ' ύστερα τα καράβια ξεκινάνε | και χάνουνται αλαφρά στα αιγαία νερά (Skipis) |
    • μ' απά στο Bόρρα αντίπαλες που σμουν οι ορμές του Σλάβου | κ' οι αιγαίες οι αύρες ... (KKaravidas)

[fr AG Aἰγαῖος, der of Aἰγαί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες