Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Αθηναίος ο· Αθήνιος· Αθηνιός.
-
- Ο κάτοικος της Αθήνας:
- Αθήνιος σοφός Αριστοκλέης (Βίος Αλ. 580).
[αρχ. εθν. Αθηναίος. Ο τ. Αθηνιός στο Somav. (λ. ‑αίος) και σε παροιμ. Η λ. και σήμ.]
- Ο κάτοικος της Αθήνας:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αθηναίος1 [aθinéos] ο, Aθηναία [aθinéa] η,
- inhabitant of Athens, one hailing fr Athens, Athenian (syn Aθηνιός):
- poem κ' ύστερα ο τραγικός προχώρησεν | ο πρώτος ο ~ (Skipis)
[fr AG Aθηναῖος der of Aθῆναι; cf Aθηνιός]
- inhabitant of Athens, one hailing fr Athens, Athenian (syn Aθηνιός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αθηναίος2, -α, -ο [aθinéos] (L)
- Athenian (syn αθηναϊκός):
- ποιητές της (παλαιάς) αθηναίας σχολής |
- μας παρασκοτίζουν οι στιχουργοί και πεζογράφοι, Aθηναίοι του Παρισιού και Aθηναίοι της Πλάκας, με την αθηναία τους ψυχή (Palam) |
- ήμουν ομολογημένος φίλος του Mορεάς, αφού ανήκω στον αθηναίο όμιλο (Panagiotop) |
- poem κ' ήσουν εσύ, Δεξίλεε, λεβέντη καβαλάρη, | αμάραντο ασπρολούλουδο της αθηναίας τέχνης! (Palam) |
- πού πας πιο πέρα; εδώ ήταν ο ουρανός σου | της αθηναίας αστρονυχτιάς, ω πούλια (id.)
[fr AG Aθηναῖος]
- Athenian (syn αθηναϊκός):