Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αζοφική [azoficí] η,
- or ~ θάλασσα, geogr Sea of Azov (anc Mαιώτις λίμνη):
- η Mαύρη Θάλασσα με τις φουρτούνες της, η ~ με τις ακρογιαλιές της (Palam)
[der of Aζόφ ← Russ. Azov, More Azovskoye]
- or ~ θάλασσα, geogr Sea of Azov (anc Mαιώτις λίμνη):