Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αγκώνα [aŋgóna] η,
- Ancona, city of Italy.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκωναράκι [aŋgonaráci] το,
- little cornerstone
[der of αγκωνάρι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκωνάρι το [aŋgonári] Ο44 : 1α.μεγάλη πέτρα πελεκημένη, παραλληλόγραμμη, που μπαίνει συνήθ. στις γωνίες των οικοδομών: Tοίχος χτισμένος με αγκωνάρια. Πελέκησε τ΄ αγκωνάρια για το καμπαναριό. || (λαϊκότρ.) μεγάλη πέτρα, κοτρόνα: Πήρε ένα ~ και του το ΄φερε στο κεφάλι. β. γωνία ενός κτίσματος: Tα τέσσερα αγκωνάρια του σπιτιού. Aκούμπησε στ΄ ~ του τζακιού. 2. (μτφ.) στήριγμα, θεμέλιο: H νοικοκυρά είναι το ~ του σπιτιού.
[μσν. αγκωνάριν < αρχ. ἀγκων- (δες αγκώνας) στη σημ.: `γωνία τοίχου΄ -άριν]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκωνάρι [aŋgonári] το,
- ① build corner (syn καντούνι, region. αγκώνας):
- τα τέσσερα αγκωνάρια του σπιτιού |
- ακούμπησε στ' ~ του τζακιού |
- στ' ~ του δρόμου |
- idiom phr έφαγε και τ' αγκωνάρια του σπιτιού του he squandered all his property |
- στ' ~ του σπιτιού μου φύλαγαν άνθρωποι (Makryg) |
- ο ένας έπιασε τον πλάτανο κι ο άλλος τ' ~ της εκκλησιάς (Vlachogiannis) |
- folks. θυμάσαι που σε φίλησα στου πύργου τ' ~ |...; (Theros) |
- poem κρεμαστά από τ' αγκωνάρια | καίνε τα έρημα φανάρια (Agras)
- ② build cornerstone, headstone, header, stone block, quoin (-stone) (syn L ακρογωνιαίος λίθος, γωνιόλιθος, καντουνόπετρα):
- ο τοίχος είναι χτισμένος όλο με αγκωνάρια |
- πελέκησε αγκωνάρια για το καμπαναριό (Prevelakis) |
- gnom η καλή πέτρα, όσο και να πεταχτή, ~ θα μπη ability and talent find their way to usefulness
- ⓐ huge stone:
- τον χτύπησε μ' έν' ~ και τον σκότωσε
- ③ fig sth solid and permanent (also of persons):
- η τύχη του or η θέλησή του είναι ~
- ④ prop, mainstay, protector (syn προστάτης):
- είσαι το ~ της φαμελιάς |
- αντάξιος γόνος, σωστό ~ του σπιτιού μας |
- ~ του σπιτιού η νοικοκυρά (Palaiologos) |
- αυτές οι επιστήμες θα 'διναν τ' αγκωνάρια της αναγέννησής μας (Valetas)
[fr late MG ἀγκωνάριν 'bracelet worn close to the elbow', der of ἀγκώνας 'elbow' and 'corner' (of building) ← AG ἀγκών]
- ① build corner (syn καντούνι, region. αγκώνας):
[Λεξικό Κριαρά]
- αγκωνάριν το.
-
- Eίδος βραχιολιού που το φορούν κοντά στον αγκώνα:
- φορεί … αγκωνάρια εξαίρετα διά λίθων και μαργάρων (Aχιλλ. N 810).
[<ουσ. αγκών + κατάλ. ‑άριν. Τ. ‑ιον τον 7. αι. (LBG)]
- Eίδος βραχιολιού που το φορούν κοντά στον αγκώνα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκώνας ο [aŋgónas] Ο2 : η εξωτερική γωνία που σχηματίζεται από την άρθρωση ανάμεσα στο βραχίονα και στον αντιβραχίονα των ανθρώπων: Ο δεξιός / ο αριστερός ~. Aκούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι. || (επέκτ.) το τμήμα του μανικιού ενός ρούχου που σκεπάζει τον αγκώνα: Tο σακάκι είχε μπαλώματα στους αγκώνες. Tο πουκάμισο ήταν τριμμένο στους αγκώνες.
[μσν. αγκώνας < αρχ. ἀγκών, αιτ. -ῶνα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγκώνας ο· αιτιατ. πληθ. αγκώνους.
-
- Aγκώνας:
- (Διγ. Esc. 1707).
[αρχ. ουσ. αγκών. H λ. στο Meursius (‑όνας) και σήμ.]
- Aγκώνας:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκώνας [aŋgónas] ο, (& region. άγκωνας) pl αγκώνες & region. αγκώνοι οι,
- ① elbow:
- ο δεξιός ~ |
- ακουμπώ στους αγκώνες I lean on my elbows |
- τον σκουντώ με τον αγκώνα I nudge him |
- τον έπιασα απ' τον άγκωνα |
- με τους αγκώνες άνοιγα τόπο I elbowed my way in (Karyotakis) |
- γυάλισαν (sc το στασίδι) με την τσόχα του αγκώνα τους οι προπαππούδες μου (Myriv) |
- μ' έσπρωξε με τον άγκωνα για να προσέξω (Chatzinis)
- ② region. & build angle or corner of a building
- ⓐ angular projection of a rock or land, point (syn μύτικας)
- ⓑ build lifting boss:
- τα εξογκώματα (sc στο εξωτερικό των τοίχων), οι λεγόμενοι αγκώνες, αφίνονταν στα μαρμάρινα καισάρια, για να πιάνωνται τα σκοινιά του παλάγκου στ' ανέβασμά τους (Miliadis)
- ③ synecd angular bend, turn (of road, river etc)
- ④ naut bracket (syn μπρατσόλι)
- ⓒ naut crown:
- άγκωνας άγκυρας anchor crown
[fr late MG αγκώνας ← K, AG ἀγκών]
- ① elbow: