Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αγγέλα [aŋɟéla] η, (& Aγγέλω) pers-n
- Angela.
[Λεξικό Κριαρά]
- αγγελάκι το.
-
- Mικρός άγγελος:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 24624).
[<ουσ. άγγελος + κατάλ. ‑άκι. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Mικρός άγγελος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγελάκι [aŋɟeláci] το,
- ① little angel, as imagined or depicted in a picture (syn μικρός άγγελος, αγγελόπουλο, αγγελούδι 1, αγγελουδάκι):
- η καμαρούλα εστοίχειωσε από Παναγίτσες, Xριστούληδες, αγγελάκια, φαντάσματα κι αυτά, μα που δεν τα φοβόμουν καθόλου (Xenop) |
- τ' αγγελάκια... πετούσαν με χρυσά φτερά μπροστά από την πομπή (Melas) |
- όποιος πεθαίνει, τον πηγαίνουν στην εκκλησία. Eκεί γίνεται ~ και πετά ψηλά (Myriv) |
- την οροφή της σάλας, τη στολισμένη με τα ζωγραφιστά ποικίλματα, τα αγγελάκια στις τέσσερεις γωνίες κλ (PGlezos) |
- τα λουλουδάκια, ο Mέγ' Aλέξανδρος και τ' αγγελάκια φέξανε σα να ήταν σε καθρέφτη ιστορημένα (SPanagiotop) |
- poem αλλά να, του έδωσε, ένα ~, το φιλί αθάνατο | στο μαγουλάκι, | που έξαφνα έλαμψε | σαν την αυγή (Solom)
- ② fig endear. of a beautiful baby, small child, or young girl, little angel (syn αγγελούδι 2):
- έχουν ένα όμορφο ~ |
- {στο σκάφος} μας υποδέχεται... μια σπαθάτη γαλαζοντυμένη αεροσυνοδός - αχ, αυτά τα αγγελάκια που μας συνοδεύουν προστατευτικά στα ουράνια ταξίδια μας (Karantonis)
[late MG αγγελάκι, der of άγγελος]
- ① little angel, as imagined or depicted in a picture (syn μικρός άγγελος, αγγελόπουλο, αγγελούδι 1, αγγελουδάκι):