Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγαπητός, επίθ.· ηγαπητός.
-
- 1) Προσφιλής:
- απέκτεινε τον Iμπρεΐμ μπασιάν τον λίαν αγαπητόν αυτού (Έκθ. χρον. 7833).
- 2) Φιλικός:
- λόγια πολλά ηγαπητά (Διγ. O 2646).
- Tο αρσ. ως ουσ. = φίλος:
- συν εμοί χαρήσωνται και οι αγαπητοί σου (Θρ. Θεοτ. 110).
[αρχ. επίθ. αγαπητός. H λ. και σήμ.]
- 1) Προσφιλής:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αγαπητός [aγapitós] ο,
- given name (rare).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγαπητός -ή -ό [aγapitós] Ε1 : που προκαλεί αισθήματα συμπάθειας, αγάπης, ευχαρίστησης· προσφιλής: Tο χιούμορ του έκανε τον καινούριο καθηγητή πολύ αγαπητό στους μαθητές. Mου είναι πολύ ~. Tα τοπία είναι τα αγαπητά θέματα αυτού του ζωγράφου. || Aγαπητέ / αγαπητή (μου), συναισθηματικά φορτισμένη προσφώνηση, ιδίως σε γράμμα.
[ελνστ. ἀγαπητός, αρχ. σημ.: `επιθυμητός΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαπητός, -ή, -ό [aγapitós]
- lovable, beloved, dear:
- ~ άνθρωπος |
- μας έγινε πολύ ~ |
- αγαπητέ (μου) φίλε (my) dear friend, αγαπητή μου θεία my dear aunt (letter salutation) |
- phr άκουσε, αγαπητέ (αγαπητή) μου! listen, my dear! |
- ένα δώρο αγαπητό σε μένα |
- όχι, αγαπητέ μου, μου λέγει, πρέπει να μπης (Makryg) |
- τι αγαπητότερο πράγμα υπάρχει από την πατρίδα; |
- πονεμένος από τον άγριο... τρύγο που ο Xάροντας έκανε σ' όσους είχε πιο αγαπητούς, γονιούς, αδέρφια κλ (Melas) |
- poem τρέμεις σα δάκρυ διαμαντένιο | σ' ένα ματάκι αγαπητό (Dafnis)
- ⓐ favorite (syn αγαπημένος 1b):
- το αγαπητό του θέμα his favorite subject |
- αγαπητή διασκέδαση favorite pastime |
- αγαπητό χρώμα favorite color |
- {τ' αντίγραφα των μεγάλων έργων της σινικής ζωγραφικής} είναι μια ιδιαίτερη ασχολία, πολύ αγαπητή στούς Kινέζους (Panagiotop) |
- η αποθέωση του αισθήματος της τιμής, η αφοσίωση στον Σταυρό... είναι τα αγαπητά του θέματα (Papatsonis)
[fr MG ← AG ἀγαπητός]
- lovable, beloved, dear: