Παράλληλη αναζήτηση
18 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αίμος [émos] ο,
- Balkan Mountains (Bulg Stara Planina):
- η ερσόνησος του Αίμου Balkan Peninsula |
- οι χώρες της χερσονήσου του Αίμου the Balkan countries
[fr AG]
- Balkan Mountains (Bulg Stara Planina):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμοσταγής -ής -ές [emostajís] Ε10 : (λόγ.) αιματοβαμμένος: Aιμοσταγές ξίφος, που είναι γεμάτο αίματα. Ο ~ τύραννος, που προκάλεσε πολλούς φόνους.
[λόγ. < αρχ. αἱμοσταγής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμοσταγής, -ής, -ές [emostayís]
- ① blood-dripping, bloodstained, bloody, gory:
- προτιμούν το αιμοσταγές φιλέτο ταύρων (Palaiologos) |
- έχει στα σχολικά προγράμματα μορφές θηριώδεις, αιμοσταγή θηλυκά ... όπως η Μήδεια (id.)
- ② cruel, criminal, inhuman
[fr AG αἱμοσταγής (Eurip.) bes αιματοσταγής]
- ① blood-dripping, bloodstained, bloody, gory:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμοστάζω [emostázo] (& αιματοστάζω & αιματοστάω) impf αιμόσταζα
- drip blood:
- ουρά μοσχαριού ψημένη έτσι που απ' έξω φαίνεται ροδοκοκκινισμένη κι από μέσα το κρέας αιματοστάζει (Karantonis) |
- poem αιμόσταζαν όλα τα σκίνα (Sikel) |
- τα πόδια σου πληγιάσαν κ' αίμα σταν, |
- αιματοστάνε και τα μάγουλά σου (Koukoulas) |
- πληγές |
- που αιμοστάζουν (Lefkis).
- drip blood:
[Λεξικό Κριαρά]
- αιμοσταλαγίς η,
- βλ. ’μασταλαγίδα.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμοστάλαχτος s. αιματοστάλαχτος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμόσταση η [emóstasi] Ο33 & αιμοστασία η [emostasía] Ο25 : (ιατρ.) διακοπή της αιμορραγίας: H συνεχόμενη ραφή επιφέρει συντομότερη ~ του τραύματος. Φυσιολογική / αυτόματη / τεχνητή / προσωρινή ~.
[λόγ. < γαλλ. hémostase < ελνστ. αἱμόστα(σις) `στυπτικό φάρμακο΄ -ση· λόγ. αιμόστασ(ις) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμόσταση [emóstasi] η, (& L αιμόστασις)
- stopping of bleeding, hemostasis (syn L επίσχεση της αιμορραγίας) .
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμοστάτης s. αιματοστάτης.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμοστατικός -ή -ό [emostatikós] Ε1 : που προκαλεί αιμόσταση ή γενικά έχει σχέση με αυτή: Aιμοστατικά φάρμακα. Aιμοστατική λαβίδα / ταινία. H αιμοστατική ικανότητα του αίματος. || (ως ουσ.) το αιμοστατικό, κάθε μέσο, ιδίως φάρμακο, που χρησιμοποιείται για το σταμάτημα της αιμορραγίας.
[λόγ. < ελνστ. αἱμοστατικός]