Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΑΕ
437 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
ΑΕ [álfa épsilon] abbr
  • for Aνώνυμος Eταιρεία.
[Λεξικό Γεωργακά]
άε s. αϊ1.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεί [aí] επίρρ. : (λόγ.) πάντοτε, αιώνια· στην εκκλησιαστική έκφραση νυν* και ~. (απαρχ. έκφρ.) γηράσκω* ~ διδασκόμενος. όμοιος ομοίω ~ πελάζει*. ΦΡ φτάνω στο νυν* και ~.

[λόγ. < αρχ. ἀεί `πάντα΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεί s. εσαεί, ες αεί, νυν και αεί.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αει- [ai] : (λόγ.) α' συνθετικό σε σύνθετα κυρίως επίθετα· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό γίνεται, υπάρχει, ισχύει συνεχώς, αδιάκοπα: ~κίνητος, ~μακάριστος, ~σέβαστος· ~πάρθενος.

[λόγ. < αρχ. ἀει- < επίρρ. ἀεί ως α' συνθ.: αρχ. ἀεί-μνηστος, ελνστ. ἀει-θαλής]

[Λεξικό Κριαρά]
αείδαρος ο.
  • Γάιδαρος·
    • (σε παροιμ.):
      • πταίει γαρ ο αείδαρος και δέρνουσι … το σαμάρι (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 29217).

[<ουσ. γάιδαρος με παρετυμ. επίδρ. της φρ. αεί δέρεσθαι. H λ. στο Du Cange]

[Λεξικό Γεωργακά]
αείζωος, -η, -ο [aízoos] (L)
  • ever-living everlasting:
    • αείζωη φωτιά |
    • αείζωη ιδέα, αείζωο πνεύμα, αείζωες εμπνεύσεις |
    • δεν μπορεί ο καθείς να στοχαστή την αείζωη παρουσία πνευμάτων που ονομάζονται λ.χ. Γκαίτε ή Pενάν (Palam) |
    • ύψωνε τη φωνή του για την Eλλάδα τού σήμερα, πάντα για κείνον αείζωη μητέρα ανθρωπισμού (id.) |
    • μέσα στη φυσική αγριότητα έσπειρε αείζωους σπόρους ανθρωπιάς και καλοσύνης (Tsatsos) |
    • (η ιδέα έπρεπε να πάρη) μορφή, έκφραση, που να είναι για πάντα μόνιμη και αείζωη (Michelis, EIR Taxidia)

[fr AG, K ἀείζωος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αειθαλή [aiθalí] τα,
  • evergreens:
    • (ο Διόνυσος) ευφρόσυνος, στεφανωμένος με τα ~του (Papatsonis).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αειθαλής -ής -ές [aiθalís] Ε10 : α.(για φυτά) που διατηρεί το φύλλωμά του σ΄ όλη τη διάρκεια του χρόνου. ANT φυλλοβόλος: Aειθαλή δέντρα. β. (μτφ., για άνθρ.) που δεν έχει χάσει τη νεανική του δύναμη, ζωντάνια· ακμαίος, θαλερός: ~ γέρος.

[λόγ. < ελνστ. ἀειθαλής]

[Λεξικό Γεωργακά]
αειθαλής, -ής, -ές [aiθalís]
  • ① bot ever flourishing, evergreen, indeciduous (syn αμάραντος, ant φυλλοβόλος):
    • αειθαλή φυτά evergreen plants, evergreens |
    • ~ δάφνη |
    • φαίνονται ... σα σκληρές, αειθαλείς άκανθες (Tsatsos) |
    • συλλογίστηκες ... τι περίεργα πράματα αναδίνουν αυτές οι χλωμές και αειθαλείς δεντροστοιχίες; (Theotokas)
  • ② fig ever-blooming, staying ever young, hale and hearty (syn αγέραστος 1, ακμαίος, ανθηρός, θαλερός, σφριγηλός):
    • ~ πρεσβύτης or γέροντας hale and hearty old man |
    • ~ και αγέραστος blooming and not aging |
    • η πιο επικίνδυνη είναι η ~ μαμά (Melas) |
    • ίσως το σκαρί της Eυανθίας να 'ταν σαν αυτών των αειθαλών (γυναικών) (Xenop)

[fr AG, K ἀειθαλής]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...44   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες