Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Έλληνας ο [élinas] Ο5 θηλ. Ελληνίδα [eliníδa] Ο26 : 1.αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή που ανήκει στο ελληνικό έθνος: Οι αρχαίοι Έλληνες. || (ως επίθ.): Σύγχρονοι Έλληνες ποιητές. Ο ~ πρωθυπουργός. H Ελληνίδα μάνα. 2. αυτός που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα. || (ως επίθ.): ~ πολίτης.
[λόγ. < αρχ. *Ελλην, αιτ. -ηνα· λόγ. < αρχ. Ἑλληνίς, αιτ. -ίδα]