Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άτλας [átlas] ο, (L) (& Άτλαντας)
- :
- εύκολα μπορείς να το σηκώσεις στους ώμους σου, όποτε το θελήσεις· σαν εκείνο τον Άτλαντα, που κράταγε τη γη στους ώμους του (TStefanidis) |
- poem σαν αγωγιάτης των αιώνων, που περνάει | χωρίς ποτέ να ξεπεζεύει, | το έθνος φέρνει σαν Άτλαντας (Skipis)
- ① fig person bearing a heavy burden or responsibility, chief supporter, mainstay:
- ο άνθρωπος, αυτό το πιο αδύνατο από όλα τα πλάσματα, γίνεται ο ~ του σύμπαντος (Kanellop) |
- ο καραγκιοζοπαίχτης είναι ~, που βαστάει όλη την παράσταση μόνος του (GIoannou) |
- η μαμά έχει γίνει ο ~ σ' όλη αυτή τη γυμνική κίνηση (Melas)
- ⓐ person of extraordinary (professional) stature or qualities, giant (syn γίγαντας):
- ο Νιζίνσκυ ήταν από τους Άτλαντες της σύγχρονης χορογραφικής τέχνης (Melas)
- ② geogr mountain range in NWAfrica, Atlas Mountains:
- μια άλλη ερχόταν από τα μακρινά μεγάλα βουνά του Άτλα (Ouranis) |
- στην περιοχή του Άτλαντα .. ανακαλύφθηκαν περίεργα βραχογραφήματα (NPlaton)
[fr kath Άτλας ← Κ (also pap), AG]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτλας [átlas] ο, (acc sg τον άτλαντα) (& άτλαντας) (L)
- ① AG archit male figure used as a column, atlas, telamon (syn τελαμώνας)
- ② anat top cervical vertebra supporting the skull, atlas:
- με μια ένεση νοβοκαΐνης νεκρώνει την παρεγκεφαλίδα, πίσω από το σπόνδυλο που λέγεται ~ (Tsirkas)
- ③ geogr etc collection of maps (tables, pictures etc), atlas:
- ανατομικός, γεωγραφικός, ιστορικός, κλιματικός, λαογραφικός ~ |
- γλωσσικός (or γλωσσολογικός) ~ linguistic atlas |
- είχε φέρει ένα σχολικό άτλαντα και τον άνοιξε πάνω στο κρεβάτι (Tsirkas) |
- στον άτλαντα που είχαν στο σπίτι είχε δει και κάτι φωτογραφίες των ιθαγενών της Αυστραλίας (Tachtsis)
[fr kath άτλας, der of Άτλας; sense 3 fr internat. term atlas]