Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Άστρος
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Γεωργακά]
Άστρος [ástros] το, gen Άστρους, geogr
  • town in Arcadia (Pelop):
    • το ~

[fr MG Άστρον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστροσπαρμένος, -η, -ο [astrosparménos]
  • star-filled, star-studded, starry (syn in αστεράτος 1):
    • poem θα μας φανεί στα μάτια μας τα μισονυσταγμένα | καμιά νεράιδα σπλαγχνική με ρούχ' αστροσπαρμένα (Palam)

[cpd w. σπαρμένος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστρόσπαρτος, -η, -ο [astróspartos] s. αστροσπαρμένος
:
  • σταυροκοπιόταν θωρώντας τον αστρόσπαρτο ουρανό (Makistos) |
  • poem μια χαραυγούλα σαν από μαργαριτάρι | λεύκαινε τον αστρόσπαρτο ακόμη αιθέρα (Palam)

[cpd w. σπαρτός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστροστάτης [astrostátis] ο, (L) astr
  • clockwork mechanism attached to a mirror which reflects rays fr a star and thus permits the mirror to follow the movement of the star, siderostat

[fr kath (neol) αστροστάτης, cpd w. combin form -στάτης; cf μεσοστάτης, πυροστάτης etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστροστεφάνωτος, -η, -ο [astrostefánotos]
  • crowned w. stars, having a starry crown:
    • poem κι η μουσική με κάλλη ονειρεμένα | κι η ποίηση αστροστεφάνωτη παρθένα | είχαν .. | μιαν όψη, μια φωνή, μια προκοπή (Palam)

[cpd w. στεφανωτός (: στεφανώνω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστροστήθα [astrostíθa] f adj, poet
  • star-breasted:
    • poem κι απήθωναν στην πρύμνα ανάλαφρα την ~

[cpd w. στήθος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστροστόλιστος, -η, -ο [astrostόlistos]
  • ornamented w. stars, star-studded (syn in αστεροστόλιστος):
    • το φως αστροστόλιστης νύχτας χυνόταν στις πλαγιές και τα λακκώματα (Karkavitsas) |
    • μόλις μαντεύονταν οι σκοτεινότεροι όγκοι των νησιών να ορθώνονται προς τον αστροστόλιστο θόλο (Karagatsis)

[cpd w. στολιστός (: στολίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες