Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άρτα [árta] η, geogr
- name of town in Epirus:
- το γεγύρι της Άρτας bridge near Arta in the foundations of which, according to legend, the chief mason's wife was buried alive |
- το ζώο πήρε τη δημοσιά που πάει στην ~(Petsalis)
[Άρτα ← *Άρτθα ← Άρατθα ← Άρατθος; Hatzidakis, Aθηνά 22.253 f]
- name of town in Epirus:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρταίνω [arténo] -ομαι Ρ αόρ. άρτυσα, απαρέμφ. αρτύσει, παθ. αόρ. αρτύθηκα, απαρέμφ. αρτυθεί, μππ. αρτυμένος : 1.δίνω σε κπ. να φάει απαγορευμένη τροφή σε καιρό νηστείας: Γιατί άρτυσες το παιδί πριν μεταλάβει; 2. προσθέτω στο πρόχειρο ή στο συνηθισμένο φαΐ κτ. γευστικό (συνήθ. καρυκεύματα) για να το κάνω νοστιμότερο: Άρτυσα το φαΐ / τα μακαρόνια. 3. (παθ.) παραβαίνω τη θρησκευτική νηστεία τρώγοντας απαγορευμένες τροφές: Aρτύθηκα και δεν μπορώ να κοινωνήσω. Έφαγε αρτυμένο φαΐ και πήγε να μεταλάβει.
[μσν. αρτ(ώ) μεταπλ. -αίνω < αρχ. ἀρτ(ύω) `μαρινάρω κρέας΄ μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. αρτυσ-]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρταίνω [arténo] (& region. αρτύζω & αρτύνω) aor άρτυσα (subj αρτύσω), pf & plupf έχω-είχα αρτύσει, mi αρταίνομαι, aor αρτύστηκα (& αρτύθηκα; subj αρτυθώ), pf & plupf έχω-είχα αρτυθεί
- ① trans add spices (oil, salt etc) to food, season (syn L καρυκεύω):
- ~το κρέας |
- άρτυσε τα μακαρόνια με βούτυρο |
- poem .. ουδέ ποτέ με αλάτι αρτύζουνε τα φαγητά που τρώνε (Homer Od 23.270 Kaz-Kakr) |
- πρώτα θα φάμε κι ύστερα θα 'ρθουν και τα σοφά μας λόγια | ν' αρτύσουν το ψωμί και το κρασί κλ (Kazantz Od 20.502)
- ⓐ feed s.o. food forbidden during the fast period:
- άρτυσε τον άντρα της τη Mεγάλη Eβδομάδα
- ② intr taste or eat meat (syn L κρεοφαγώ):
- κάτι μουρμουρίστηκε πως τάχα οι σιτιστές πέτυχαν ένα δυο βουβάλια ..· "θ' αναστηθούμε, σαν αρτύσουμε" μου 'πε ο Φ. (DSotiriou) |
- (τον τράγο) θα τον μοιράσομε στα φτωχόσπιτα, για να αρτυθούν κι αυτά χρονιάρα μέρα σήμερα(Christovasilis) |
- αν (το ψάρι) τύχαινε να 'χει αρτυθεί μ' ανθρώπινο κρέας, τότες γινόταν πιο αρπαχτικό (Zappas)
- ⓑ break one's fast by eating meat or other forbidden food:
- αρτύστηκε και δεν μπορεί να μεταλάβει |
- gnom αν αρτυθείς, να είναι αρνί | κι αν κλέψεις, να είν' χρυσάφι as well be hanged for a sheep as a lamb, if one is willing to commit a crime it might as well be for sth substantial
[fr postmed, MG αρτύνω & αρτύζω ← PatrG, K (also pap), AG ἀρτύω]
- ① trans add spices (oil, salt etc) to food, season (syn L καρυκεύω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτάκι [artáci] το, region. (Aegean) Gr Orthod Ch
- small loaf of bread prepared along w. the eucharist loaf, or portion of the eucharist loaf, distributed to children or to those attending service (syn αντίδωρο 2a, αρτόψωμο)
[dimin of άρτος w. suff -άκι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτάνα [artána]
- s. αλτάνα.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρτάνη [artáni] η, (L)
- ① naut looped line or device used for lifting or lowering weights, sling (syn σαμπάνι)
- ② milit stirrup strap
[fr kath αρτάνη rope, noose, halter' ← AG ἀρτάνη, der of ἀρτῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αρταξέρξης [artaksérksis] ο, (L) AG hist
- name of various Persian kings, Artaxerxes
[fr AG Aρταξέρξης ← Pers]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρτάχιν το.
-
- Σπαθί ανάλογο με γιαταγάνι:
- σπαθίον περί την οσφύν, αρτάχιν εις την σέλαν (Διγ. Z 3643).
[<ουσ. *αλτάχιν <περσ. al-tegh (Καραποτόσογλου 1983: 379-80)]
- Σπαθί ανάλογο με γιαταγάνι: