Παράλληλη αναζήτηση
17 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρνά η.
-
- Προβατίνα·
- (εδώ μεταφ. προκ. για σύζυγο):
- επλάνεσεν την αρνάν σου και ευρέθην με τον κλιάρον (Mαχ. 22033).
- (εδώ μεταφ. προκ. για σύζυγο):
[<ουσ. αρνάδα (Meursius, ‑ες, ΙΛ). T. αρνάα σήμ. κυπρ.]
- Προβατίνα·
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άρνα [árna] η, (& Άρνη)
- ① geogr village on the island of Andros:
- το μεγαλύτερο χωριό ονομάζεται ~,εις το οποίο κάθεται και ο αρχιεπίσκοπος της Άνδρου (Demetrieis)
- ② folkl place of oblivion in the Underworld:
- ο Xάρος μόλις πάρει τον πεθαμένο, τον περνάει, ακούς; από της Άρνης το βουνό (Karkavitsas) |
- folks. θα πάω στης Άρνας τα βουνά, στης αρνησιάς τη βρύση |
- poem και πέθανα και πέρασα στον παγωμένο Άδη | να πιω νερό της αρνησιάς στης Άρνας το λαγκάδι (Palam) |
- .. μη με ρίξεις | στο ξεροπήγαδο της λησμονιάς, στην αμμουδιά της Άρνας (Kazantz Od 1.960)
- ⓐ phr της Άρνας το νερό water of oblivion (syn phr το νερό της λήθης or της λησμονιάς):
- dirge πίνουν της Άρνας το νερό, τον κόσμο λησμονάνε |
- poem όμως της Άρνας το νερό που σβει στη μνήμη, ανοίγει | τα μάτια προς απάντεχους καινούργιους ουρανούς (Palam) |
- .. το νερό της Άρνας ήπια (Skipis) |
- αδέλφια, πλύνετε τα στόματα με το νερό της Άρνας (Kazantz Od 24.1056).
- ① geogr village on the island of Andros:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνάδα [arná∂a] η,
- young female sheep, young ewe (syn phr μικρή προβατίνα):
- folkt ήμαστε σαν τις αρνάδες μακριά από το κοπάδι |
- τις αρνάδες δεν έπρεπε, όχι λύκος να τις φέρει βόλτα, μα ούτε μάτι καν να τις λερώσει (Rysianos) |
- folks. παιδιά σφάζουν για πρόβατα, κορίτσια για αρνάδες |
- poem κι ως τις αρνάδες πήρε κι άρμεξε και τις βελάστρες γίδες | με τάξη .. (Homer Od 9.244 Kaz-Kakr) |
- το γάλα απ' τις αρνάδες μου κερνώ .. (Palam) |
- εσμίγαμε τα ενάντια | καθώς δυο κριάρια | που, παλεύοντας ποιο θα βατέψει την λευκή ~
[fr MG *αρνάς, this by anal. to αμνάς]
- young female sheep, young ewe (syn phr μικρή προβατίνα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνάδι [arná∂i] το, region.
- little lamb (syn αρνάκι, προβατάκι)
[der of αρνάδα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αρναία [arnéa] η, geogr
- town in Chalcidice
[renamed fr Λιαρίγκοβα, 1928]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρνάκι το.
-
- Mικρό αρνί:
- (Πιστ. βοσκ. IV 2, 80).
[<ουσ. αρνί + κατάλ. ‑άκι. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Mικρό αρνί:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρνάκι [arnáci] το,
- ① small lamb, lambkin, lambling (syn προβατάκι):
- phr ο λύκος και τ' ~ |
- τ' αρνάκια βυζαίνουν |
- γέννησε η προβατίνα κ' έκανε ένα άσπρο ~ |
- ενώ το θείο βρέφος γυρίζει το κεφάλι προς τη μητέρα του, κρατάει από τ' αφτιά ένα ~ |
- ένα ~ προχώρησε ήσυχα ήσυχα ως το παχνί με το βρέφος (Petsalis) |
- είδα τ' άσπρο ~ που γεννήθηκε μόλις προχτές (Papantoniou) |
- το κοριτσάκι, με το κεφάλι σκυφτό, την ακολούθησε όπως το ~ την προβατίνα (Vasilikos) |
- poem .. το ~ |
- άιντε προβατάκια μου, | περπατάτε αρνάκια μου |...| και μας πήρεν η βραδιά (Papantoniou) |
- κι ως θα πηγαίνει ο Δήμος | τ' αρνάκια στη βοσκή, | θα λέει ένα τραγούδι | γλυκό σαν προσευκή (Karyotakis)
- ② fig a person innocent, gentle or weak as a little lamb (syn αρνί 2):
- είναι ~ |
- τον έκανε ~ |
- η Στρίγγλα που έγινε ~ |
- θα σε κάμω να στέκεσαι μπροστά μου ~ |
- οι δικοί του τον εφοβούντο σα διάβολο· η γυναίκα του τον έτρεμε, η αδελφή του η γριά ποτέ δεν του έλεγε όχι· τα παιδιά του αρνάκια (Xenop) |
- ένας διάλογος που εμφανίζει τον ένα από τους δυο αδελφούς να 'ναι το '~ του θεού' και τον άλλον το 'λιοντάρι του θεού' (Kanellop) |
- ξαφνικά ξεσπάει άσκημα, ύστερα μαλακώνει πάλι κ' είναι ~,κοιμισμένο ~
- ③ flesh of lamb used as food, lamb (syn αρνί 1b):
- αγόρασα, ψώνισα ~ |
- άλλοι λειψό ψωμί ζυμώσαν, άλλοι ψήσαν ~ |
- όσο για τον καταναλωτή των αστικών κέντρων που δεν μπορεί να πληρώσει το ανθυγιεινό ~, αυτός αποτελεί μειονότητα (PSolomos) |
- το σκύλο σου θα σου τον συγυρίσουνε καλά οι μαυραγορίτες! θα τον πουλήσουνε για ~ του γάλακτος (Nakou) |
- η κ. Tαγματάρχου του ετοίμασε εκλεκτά εδέσματα |
- τυρόπιτα, ~ στο φούρνο με γεώμηλα, σβίγγους στο τέλος (Petsalis) |
- poem αρνάκια ψένω στον Πλατό και για να ξαμαρταίνω, | στ' Aρέθα τάζω λαγιαρνί, δαμάλι στην Tατάρνα! (Athanas)
[fr postmed αρνάκι (17th c.), dimin of MG αρνί, αρνίν; cf αρνί]
- ① small lamb, lambkin, lambling (syn προβατάκι):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Aρναούτης ο [arnaútis] Ο11 θηλ. Aρναούτισσα [arnaútisa] Ο27 : (προφ.) 1. αυτός που κατάγεται από την Aλβανία (κυρ. τη βόρεια), Aρβανίτης. 2. (μτφ., μειωτ.) αρναούτης, ως χαρακτηρισμός ανθρώπου πεισματάρη και ξεροκέφαλου: M΄ αυτόν τον αρναούτη δεν μπορώ να συνεννοηθώ.
[αντδ. < τουρκ. Arnavut -ης (χαλαρή άρθρ. του μεσοφ. [v] στα τουρκ.) < μσν. Aρβανίτης· Aρναούτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αρναούτης [arnaútis] ο, pl Aρναούτηδες & Aρναούτοι,
- Albanian (syn Aλβανός, Aρβανίτης 1):
- Aρναούτηδες έξω απ' τη Θεσσαλονίκη (IPetrop) |
- prov Aρναούτη κάνεις φίλο; | κράθειε και κομμάτι ξύλο |
- poem σκόρπια στης Πέρσιας τα χαλιά, όπου οι Tσερκέζοι | σου τα 'στρωναν έναν καιρό και οι Aρναούτοι (Malakasis)
[fr Turk (Osmanli) arnaut, this is turn fr *Aρναβίτης ← Aρβανίτης]
- Albanian (syn Aλβανός, Aρβανίτης 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρναούτης [arnaútis] ο,
- ① naut spherical knot at the end of the rope (syn αραπόκομπος)
- ② bot rivet wheat (syn αρναούτι)
[der of Aρναούτης]