Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Άραψ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
Άραψ ο.
  • O κάτοικος της Aραβίας:
    • Aγαρηνοί τε κι Άραβες (Aξαγ., Kάρολ. E´ 1291).

[μτγν. εθν. Άραψ]

[Λεξικό Γεωργακά]
Άραψ s. Άραβας.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες