Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλκης [álcis] ο, zoo = άλκη.
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άλκης [álcis] ο, pers-n,
- Alcibiades
[shortened fr Aλκιβιάδης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άλκηστη [álcisti] η, (& L Άλκηστις) pers-n
- Alcestis
- ⓐ Gr myth wife of Admetus, king of Pherae.