Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Άθως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
Άθως [áθos] ο, (& rare Άθωνας) gen Άθωνα, acc Άθω & Άθωνα,
  • Mt Athos, i.e. the mountain and the peninsula:
    • γι' αυτή την ορθή και κοφτερή λεπίδα, την κορφή του Άθωνα, τον κούναγε η μάνα του (Papantoniou) |
    • poem και πέφτει καταπάνου σας ο γίγαντας ο ~ (Palam)
  • ⓐ Holy Mount Athos (syn Άγιον Όρος, Aγιονόρος) in reference to the monasteries. Inhab Aθωνίτης (syn in part Aγιονορίτης) .
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες