Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άθως [áθos] ο, (& rare Άθωνας) gen Άθωνα, acc Άθω & Άθωνα,
- Mt Athos, i.e. the mountain and the peninsula:
- γι' αυτή την ορθή και κοφτερή λεπίδα, την κορφή του Άθωνα, τον κούναγε η μάνα του (Papantoniou) |
- poem και πέφτει καταπάνου σας ο γίγαντας ο ~ (Palam)
- ⓐ Holy Mount Athos (syn Άγιον Όρος, Aγιονόρος) in reference to the monasteries. Inhab Aθωνίτης (syn in part Aγιονορίτης) .
- Mt Athos, i.e. the mountain and the peninsula: