Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Άδης ο [áδis] Ο10 (χωρίς πληθ.) : 1α.στην αρχαία ελληνική μυθολογία και στη λαϊκή παράδοση, ο τόπος όπου πηγαίνουν οι ψυχές των νεκρών, ο Kάτω Kόσμος. || (μυθ.) ονομασία του βασιλιά του Άδη, που ταυτίζεται με τον Πλούτωνα. β. στη χριστιανική παράδοση, ο τόπος της αιώνιας τιμωρίας των ανθρώπων που τους βάραινε το προπατορικό αμάρτημα. || Εις Άδου Kάθοδος, στην ορθόδοξη εικονογραφία παράσταση του Xριστού που συντρίβει τις πύλες του Άδη και λυτρώνει τον άνθρωπο από τη φθορά του θανάτου. 2. (μτφ.) άδης, τόπος βαθύς και σκοτεινός. ΦΡ σαν τους στραβούς στον άδη, γι΄ αυτούς που ακολουθούν άκριτα, επικίνδυνα ή ανάρμοστα παραδείγματα.
[2: αρχ. *ᾍδης· 1: & λόγ. < αρχ. *ᾍδης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άδης [á∂is] ο, (& personified Άδης)
- ① the lower world, the infernal regions, the underworld as residence of the dead, Hades (syn ο κάτω κόσμος):
- μαύρος ~, σκοτεινός ~ |
- κατεβαίνει στον άδη |
- idiom phr πήγε στον Άδη κ' εγύρισε he experienced grave danger |
- σαν τους στραβούς στον άδη one who imitates improper or harmful practices |
- για την πατρίδα πήγανε στον άδη τα καημένα (Makryg) |
- τα πλάσματα των ποιητών είναι σαν τις σκιές που απαντά στον άδη του Bιργιλίου ο Aινείας (Palam) |
- οι πικρολαβωμένες καρδιές... ενωμένες και καταμαγεμένες άδη γύρευαν και ξεχασμό (Psichari) |
- άλλοι αυταδειάζαν, γιατί δεν τους κατάπιε ο ~ (Prevelakis) |
- folks. φέρνει στον άδη ο Xάροντας παιδιά και νιους και γέρους |
- ο ~ είν' ο άντρας μου, η πλάκα η πεθερά μου (Passow) |
- poem Άδη μαύρε, χαιρετώ σε! (Solom) |
- "μέρα είναι αγάπης· Άδης ενικήθη..." (id.) |
- η μαύρη Λάμια, που έκλεισε | στην καρδιά της τον Άδη, να κατέβω με πρόσταξε | μέσ' το ξερό πηγάδι (Palam) |
- σκαλί σκαλί κατέβαινα | τα σκαλοπάτια στο πηγάδι | κ' έλεγα που δεν είναι φοβερότερο | να κατεβή κανείς στον Άδη (Skipis) |
- ... θα ξημερώση η αιώνια μέρα | κι ο Άδης την πόρτα του θ' ανοίξη (Diktaios) |
- φως παραδείσιον, ιλαρό φως να γιομίση ο ~ μου εδωκάτου (TBarlas)
- ⓐ synecd, enormous amount:
- idiom phr τρώει (or έφαγε) τον άδη (syn in αβλέμονας)
- ② region. hell:
- poem το κάθε πλάσμα ζη την ώρα την καλή του | και μόνο εμείς σαν κολασμένοι μέσ' τον Άδη! (Rotas)
- ③ region., fig very deep and dark place:
- Άδης είναι το πηγάδι.
- ① the lower world, the infernal regions, the underworld as residence of the dead, Hades (syn ο κάτω κόσμος):