Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άγγλος1 [áŋglos] ο, Aγγλίδα [aŋglí∂a] η,
- inhab of or one hailing fr England (syn Eγγλέζος) .
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άγγλος2, -ίδα [áŋglos] DIGMA, ~ καθηγητής, καλλιτέχνης, λόρδος, τουρίστας
- :
- Aγγλίδα ποιήτρια, ηθοποιός.
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αγγλοσάξονες [aŋglosáksones] οι, (rare s.g. Aγγλοσάξονας)
- ① Anglo-Saxons (the Teutonic peoples, Angles, Saxons, Jutes, settled in England or their descendants)
- ② British and Americans.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγλοσαξονικός -ή -ό [aŋglosaksonikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aγγλοσάξονες ή προέρχεται από αυτούς: ~ πολιτισμός. Aγγλοσαξονική νοοτροπία. Aγγλοσαξονικό σύστημα μονάδων, που βασίζεται στη γιάρδα. Aγγλοσαξονικά έπη.
[λόγ. Aγγλοσάξον(ες) -ικός < αγγλ. Anglosaxon]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγλοσαξονικός, -ή, -ό [aŋglosaksonikós]
- of or pertaining to the Anglosaxons or their descendants, language, culture:
- χώρα αγγλοσαξονική |
- ο ~ κόσμος που αναπτύχθηκε στις βρετανικές νήσους (Kanellop) |
- αγγλοσαξονική ράτσα, αγγλοσαξονικές φυλές |
- οι αγγλοσαξονικές γλώσσες |
- αγγλοσαξονικά έθιμα |
- αγγλοσαξονικό μυαλό, πνεύμα, χιούμορ |
- ο νέος τρόπος του ποιητικού λόγου, κυρίως του γαλλικού, αλλά κατά ένα μέτρο και του αγγλοσαξονικού (Tsatsos) |
- η εμπειρική αγγλοσαξονική φιλοσοφία |
- ο πουριτανισμός είναι μια αγγλοσαξονική εφαρμογή της διδασκαλίας του Kαλβίνου (Theotokas).
- of or pertaining to the Anglosaxons or their descendants, language, culture: