Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άγγελος ο.
-
- Α´ Kυριολ.
- 1)
- α) Aόρατο ον, πνεύμα που βρίσκεται στην υπηρεσία του Θεού:
- (Xούμνου, Kοσμογ. 738)·
- έκφρ. η Kυρία των αγγέλων = η Παναγία:
- (M. Xρονογρ. 3517)·
- β) αόρατο ον, πνεύμα που βρίσκεται στην υπηρεσία του διαβόλου:
- εκεί κολάζονται μετά του διαβόλου και των αγγέλων των αυτού (Πένθ. θαν. 588)·
- γ) φύλακας άγγελος:
- (Hagia Sophia ω 5216).
- α) Aόρατο ον, πνεύμα που βρίσκεται στην υπηρεσία του Θεού:
- 2) Άγιοι άγγελοι = οι Tαξιάρχες Mιχαήλ και Γαβριήλ (προκ. για την εκκλησία τους):
- (Notizb. 87).
- 3) O άγγελος του θανάτου:
- είσαι άγγελος με το σπαθί να πάρεις την ψυχήν μου (Pιμ. κόρ. 639)·
- φρ. βλέπω, θεωρώ αγγέλους = είμαι στα τελευταία μου, διατρέχω τον έσχατο κίνδυνο:
- (Γλυκά, Στ. 149, 125).
- 1)
- Β´ Mεταφ.
- 1) Προκ. για πολύ ικανό, επιτήδειο άνθρωπο:
- στρατηγοί εξαίρετοι, άγγελοι με στεφάνι (Pιμ. Bελ. ρ 141).
- 2) Προκ. για ερωτικό πρόσωπο:
- (Kυπρ. ερωτ. 1136).
- 1) Προκ. για πολύ ικανό, επιτήδειο άνθρωπο:
- Ως κύρ. όν.:
- (Συναδ. φ. 57v).
[αρχ. ουσ. άγγελος. H λ. και σήμ.]
- Α´ Kυριολ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγγελος [áŋɟelos] ο, pl άγγελοι & αγγέλοι
- ① (L) anc theat messenger (syn αγγελιοφόρος):
- ~ καλών ειδήσεων boarer of good news
- ⓐ precursor, harbinger (syn προάγγελος):
- ~ του καλού |
- ~ διχονοίας harbinger of dissention |
- άγγελοι της καταστροφής |
- poem... θα ιδής το ποθητό σου ταίρι | της Λευθεριάς τον άγγελο με δάφνη ωραία στο χέρι (Markoras)
- ② (L) Gr philos angel (syn δαίμων)
- ③ Christ rel incorporeal being executing God's will, angel:
- ~ Kυρίου angel of the Lord |
- φύλαξ ~ (L) eccl a beneficent incorporeal being guiding the Christian, guardian angel (syn άγγελος 3b, φύλακας) |
- prov phr σαν ~ μιλά he speaks well and prudently |
- μοιάζει ~ or είναι όμορφος σαν ~ |
- ο άντρας της είναι μάλαμα, σωστός ~ |
- άγγελοι τ' ουρανού (Papadiam) |
- τα παιδιά... αγγέλοι δεν υπήρξαν ποτέ (Papanoutsos) |
- υψώνεται ένα σύμβολο, ~ και δαίμονας του σύγχρονου κόσμου, η μηχανή (Panagiotop) |
- folks. ανοίξαν τα επουράνια και βγήκαν δυο αγγέλοι |
- (στο χορό) μπήκε και μια μελαχρινή | σαν ~ με το σπαθί |
- poem... δυο σύννεφα, λες κ' είναι ασπροντυμένοι | αγγέλοι (Porphyras) |
- ~ πρωτοστάτης κατεβαίνει (Xydis)
- ⓑ guardian angel (syn φύλακας, L φύλαξ ~ in ~ 3α):
- μου το είπε ο άγγελός μου |
- phr καλός ~ good disposition, κακός ~ bad disposition, angry mood |
- έχει (or είναι σε) καλόν άγγελο |
- folkt ήταν ένας πλούσιος φιλάργυρος πολύ, μήτε του αγγέλου του νερό δεν έδινε (Megas), i.e. he did not give charity at all
- ④ the angel as conductor of souls (believed to be the archangel Michael), angel of death (cf ψυχοπομπός):
- είδε τον άγγελό του he was dying or breathing his last; also, he experienced great agony, was frightened because of fear, insomnia etc |
- είδε πράσινο άγγελο he was frightened |
- άγγελο καλό! (blessing) |
- μα τον άγγελο που θα πάρη την ψυχή μου! (oath) |
- ~ να μη βγάλη την ψυχή σου! (curse; i.e., may you have a difficult death!)
- ⑤ good, virtuous, honest, tender-hearted, angelic person (syn αγγελικός άνθρωπος [s. αγγελικός 3], αγαθός ~, φιλάνθρωπος):
- ο πατέρας σου είν' ένας ~ |
- ο Φίλιππος που τον είχε γι' άγγελο δειχνόταν στο τέλος παλιάνθρωπος (Xenop)
- ⑥ person of angelic beauty, divinely handsome or beautiful person (syn αγγελικός άνθρωπος [s. αγγελικός 4]):
- τι παλληκάρι! είναι ένας ~! |
- τι κορίτσι! ~! |
- θα θαυμάσης την ομορφιά του, είναι ~
[fr MG άγγελος ← K, AG]
- ① (L) anc theat messenger (syn αγγελιοφόρος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άγγελος [áŋɟelos] ο, (& Aγγελής) pers-n
- Angelo.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγγελος 1 ο [ángelos] Ο19 : 1α.πνεύμα, αόρατη δύναμη που εκτελεί τη βούληση του Θεού: ~ Kυρίου / πρωτοστάτης. || Φύλακας ~, που οδηγεί και προστατεύει τον πιστό. ΦΡ βλέπει τον άγγελό του, ψυχορραγεί, ψυχομαχάει, αγγελοκρούεται. είδα τον άγγελό μου, τρόμαξα πάρα πολύ. δε δίνει του αγγέλου του νερό / ούτε στον άγγελό του νερό, είναι πολύ τσιγκούνης. (έκφρ.) καλός (μου, σου, του κτλ.) ~ / φύλακας ~, για άνθρωπο που συμπαραστέκεται, προστατεύει κπ. || Mαλλιά* αγγέλου. β. (πληθ.) Άγγελοι, ονομασία ενός από τα τάγματα των αγγέλων. 2. (μτφ.) α. καλός, αθώος, πονόψυχος άνθρωπος: ~ καλοσύνης. Άγγελέ μου!, συναισθηματικά φορτισμένη προσφώνηση. β. (συνήθ. για γυναίκα) όμορφη και αιθέρια: H ομορφιά της δεν περιγράφεται, είναι σωστός ~.
αγγελάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. αγγελούδι το YΠΟKΟΡ συνήθ. α. για όμορφο παιδί. β. στη σημ. 2α και ειρωνικά: Mη μας κάνεις το ~. γ. συχνά για μικρό παιδί που πέθανε. αγγελουδάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. για μικρό παιδί. [ελνστ. ἄγγελος, αρχ. σημ.: `αγγελιοφόρος΄ (δες άγγελος 2) σημδ. (ελνστ.) εβρ. mal΄ākh· άγγελ(ος) -ούδι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγγελος 2 ο : 1.(λόγ.) αγγελιοφόρος, μαντατοφόρος: ~ καλών / κακών ειδήσεων. ~ της καταστροφής. 2. (φιλολ.) πρόσωπο του αρχαίου δράματος το οποίο μεταφέρει και ανακοινώνει τα γεγονότα που συμβαίνουν έξω από το σκηνικό χώρο.
[λόγ. < αρχ. ἄγγελος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγελοσκιάζομαι [angelos
ázome] Ρ2.2β : (λαϊκότρ., λογοτ.) τρομάζω κατά την επιθανάτια αγωνία μου βλέποντας τον άγγελο (το χάρο)· αγγελοκρούομαι, αγγελοθωρώ, αγγελιάζομαι. || τρομάζω πολύ. [αγγελο- + σκιάζω, -ομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγελοσκιάζομαι [aŋɟeloscázome] region.
- be frightened while dying, supposedly because of seeing the angel of death, stare at a point while breathing one's last, be in death agony
[cpd w. σκιάζω -ομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγελόσκιασμα [aŋɟelóscazma] το,
- the condition of one in death agony (syn αγγελόκρουσμα, ψυχομαχητό, ψυχορράγημα)
- ⓐ fright (syn τρομάρα):
- και η ξένη χώρα είν' όραμα κ' είναι καπνός το άτι, | κι ο γάμος ~ και ―ω ξύπνημα σκληρό― (Palam)
[der of αγγελοσκιάζομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγγελοσουσσουμίαστος, επίθ.
-
- Που έχει χαρακτηριστικά αγγέλου:
- (Iμπ. 406).
[<ουσ. άγγελος + σουσσουμιάζω]
- Που έχει χαρακτηριστικά αγγέλου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγελοστόριστος, -η, -ο [aŋɟelostóristos]
- being like a painted angel, handsome, beautiful like angels:
- η κορασιά ξαναδιάνεψε μπροστά του κ' ήταν σαν την αγγελοστόριστη τη ζωγραφιά (Prevelakis) |
- folks. παπά μου αγγελοστόριστε, παπά μου χρυσολειτουργέ!
[der of αγγελοστορίζω, this cpd w. ιστορίζω 'depict']
- being like a painted angel, handsome, beautiful like angels: