Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Άβελ
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Γεωργακά]
Άβελ [ável] ο, Bibl
  • Abel, son of Adam and Eve.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβελόνιαστος -η -ο [avelónastos] Ε5 : που δε βελονιάστηκε: Aβελόνιαστο σακί. Aβελόνιαστα καπνά.

[α- 1 βελονιασ- (βελονιάζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβελόνιαστος, -η, -ο [avelónjastos]
  • ① not passed through the eye of the needle:
    • αβελόνιαστη κλωστή
  • ⓐ region. unthreaded, of the needle:
    • αβελόνιαστη βελόνα
  • ② not susceptible to sewing, of old or hard cloth:
    • αβελόνιαστο ύφασμα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβελτηρία η [aveltiría] Ο25 : (λόγ.) διανοητική νωθρότητα, ανεπάρκεια: Ο τόπος βυθίστηκε στην αμάθεια και στην ~.

[λόγ. < αρχ. ἀβελτερία κατά τη σφαλερή ελνστ. γραφή ἀβελτηρία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβελτηρία [aveltiría] η, (L)
  • slowness of apprehension, dullness, absurdity (syn νωθρότητα του μυαλού, διανοητική αναπηρία):
    • ο τόπος... βυθίζεται περισσότερο στην αμάθεια και στην ~(Papanoutsos) |
    • το ξέσπασμα μιας αντιθέσεως... καταλήγει στη ρήξη απ' την ~και τη στενοκάρδια των {ηγετικών} τάξεων (Kasimatis)

[K ἀβελτερία 'depravity' (4th c. AD) fr AG ἀβελτηρία 'fatuity' anal. w. ὀκνηρία, ἀναπηρία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβελτίωτος -η -ο [aveltíotos] Ε5 : που δε βελτιώθηκε ή που δεν μπορεί να βελτιωθεί: H κατάσταση παραμένει αβελτίωτη.

[λόγ. α- 1 βελτιω- (δες βελτιώνω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες