Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *χαρος*
17 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
αιματόχαρος, -η, -ο [ematóxaros] (& αιμόχαρος)
  • delighting in blood, bloodthirsty, cruel (syn L αιμοχαρής):
    • αιματόχαροι Aρβανίτες |
    • poem αιματόχαρες φάρες, μυστικοί καλόγεροι, |
    • πώς θολώνουν το διάφανο αγέρι (Palam) |
    • και τα νέφη που περνάνε |
    • αίμα βάφτουνται και πάνε, |
    • αιματόχαρα κερβάνια |
    • κλώθουνε τα ουράνια (Skipis)

[cpd w. χάρηκα; cf K & MG αιματοχαρής bes αιμοχαρής]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιμόχαρος s. αιματόχαρος.
[Λεξικό Κριαρά]
άχαρος, επίθ.
  • 1) Που δε γεύεται χαρά, δύστυχος:
    • την άχαρήν μου νιότην (Κυπρ. ερωτ. 613).
  • 2) Που δε δίνει χαρά, ευχαρίστηση· θλιβερός:
    • Ω κόσμε λιγοχάριτε, και τις να σε τηρήσει, τες πράξες σου τες άχαρες και τη σφαλτή σου φύση (Φαλιέρ., Ρίμ. 228
    • τ’ άχαρο και άσφαλτο ταξίδι (Φαλιέρ., Ρίμ. 41).

[<στερ. α‑ + ουσ. χαρά. ή <παλαιότ. επίθ. *αχαρής (ουδ. αχαρές στον Ησύχ.). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άχαρος 1 -η -ο [áxaros] Ε5 : που δεν έχει χάρη, κομψότητα και ομορφιά· άκομψος. ANT χαριτωμένος: Άχαρο ντύσιμο. Είναι πολύ ψηλός και ~. Άχαρη ηλικία, τα πρώτα χρόνια της εφηβείας. άχαρα ΕΠIΡΡ: Nτυμένος ~.

[αρχ. ἄχαρ(ις) μεταπλ. κατά τα άλλα επίθ. -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άχαρος 2 -η -ο : που δεν είναι ευχάριστος, που δε δίνει χαρά: Άχαρη δουλειά / κουβέντα / ζωή. Tου ανάθεσαν τον άχαρο ρόλο / το άχαρο καθήκον να…, για κτ. δυσάρεστο, που δε θα ήθελε κανείς να το αναλάβει.

[α- 1 χαρ(ά) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άχαρος1, -η, -ο [áxaros]
  • ① not feeling joy, joyless, unglad (near-syn δύστυχος, θλιμμένος, ant χαρούμενος):
    • άχαρη ψυχή |
    • άχαρα μάτια, χείλη |
    • δε νοιάζονται τη συντροφιά τους γύρω, άχαρη συντροφιά σε γάμο καλεσμένη (Vlachogiannis) |
    • έγιναν και οι άνθρωποι μηχανήματα· άδροσοι, άχαροι, φιλόκερδοι (Panagiotop) |
    • folks. κλαίει και του Tσελήμαμα η άχαρ' η κυρά του (Passow) |
    • poem δος μου τ' άχαρου βοήθεια | τέκνο αθάνατο και συ (Markoras) |
    • θέλω τον άχαρο ήρωα, που έφτασε η ζωή του | καταμεσής του δρόμου της κλ (Palam) |
    • αντρούλη μου, πού παρατάς την άχαρη εμένα; (Malakasis) |
    • το στοιχιό ξυπνάει | και σκορπάει | θάνατο στον άχαρο | κι έρμο στρατοκόπο (Skipis)
  • ⓐ not characterized by joy, joyless, unenjoyable, cheerless (near-syn θλιβερός, ant χαρούμενος):
    • άχαρη βραδιά, εποχή, ξενιτειά, τύχη |
    • άχαρη ηδονή, σκέψη |
    • άχαρο γλέντι, περιβάλλον |
    • άχαρα γεράματα |
    • έπεφταν στο κρεβάτι, ηδονικό πάντα για τον K., ψυχρό κι άχαρο στο βάθος για τη Φ. (Xenop) |
    • με το φως της μέρας, της χαρούμενης στις τόσες που περνούσαν άχαρες, Σουλιώτης με Σουλιώτη αλλάζανε φιλιά (Vlachogiannis) |
    • άχαρη, .. αγέλαστη ζωή· δε μπορώ να τον φανταστώ .. να γλεντάει με διαπλατωμένη την καρδιά (Terzakis) |
    • σημέρα ήταν όλα άδεια στο σχολείο και τα διαλείμματα άχαρα πολύ (KPapa) |
    • poem μα δείπνο πιο άχαρο δε στάθηκε και πιο πικρό τραπέζι (Homer Od 20.392 Kaz-Kakr)
  • ② in curses άχαρε! may you never feel joy!:
    • rembetiko song α δε στερέψουν τα κρασιά κι α δεν τα κατοστίσω, | δε με ζυγώνεις, άχαρε, πίσω, μπαμπέση, πίσω! (RApostolidis)

[fr postmed, MG άχαρος, cpd w. χαρά; cf ολόχαρος, πασί-, περί-, πρόσχαρος etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
άχαρος2, -η, -ο [áxaros]
  • ① ungraceful, graceless, ungainly, unattractive, awkward, ugly (syn άκομψος, άνοστος 3, near-syn ασουλούπωτος, άσχημος2 1):
    • ~ γέρος, γίγαντας, μικροαστός |
    • ~λαιμός, όγκος, οικισμός |
    • ~ στόμφος |
    • άχαρη αμμουδιά, πέτρα, πόλη, φωνή, χώρα |
    • άχαρη γλώσσα, γνώση, μέθοδος, σοφία, τέχνη |
    • άχαρο ανάστημα, κελάιδημα, κορμί, περπάτημα, πρόσωπο |
    • άχαρο βουνό, δέντρο, νησί |
    • άχαρο γραφείο, διαμέρισμα |
    • άχαρα ρούχα |
    • μακρύ άχαρο τραπέζι |
    • είναι ~ στις κινήσεις του |
    • μέσα από μια ξερή κι άχαρη φλούδα κρύβει αναρίθμητα αστραφτερά ρουμπίνια (Ouranis) |
    • γινότανε μονοκόμματη σαν από ξύλο, άχαρο κορίτσι, ασουλούπωτο (Charis) |
    • η άχαρη μεταβατική περίοδος από την παιδική στην εφηβική ηλικία (Palaiologos) |
    • poem μες στ' ασάλευτα νερά | στέκεται σα νούφαρο η θωριά της (Malakasis)
  • ② unattractive, disagreeable, unpleasant, thankless (syn in άχαρις):
    • άχαρη αγγαρεία |
    • άχαρο μάθημα |
    • το άχαρο έργο του κριτικού |
    • ξόδεψε σ' άχαρους συχνά αγώνες την πολυμάθειά του (Panagiotop) |
    • είναι εγχείρημα τεράστιο, που απαιτεί δουλειά επίμονη και άχαρη (Christidis AK) |
    • δεν μπόρεσα να ανακαλύψω ούτε ένα φωτεινό σπινθήρα, που θα καθιστούσε το ρόλο μου λιγότερο άχαρο (Thrylos) |
    • καταντάει να ιδεί το λειτούργημά του σαν ένα από τα πιο άχαρα και κουραστικά βιοποριστικά επαγγέλματα (Kakridis)

[fr MG άχαρος 'unpleasant', fr άχαρις, accomodated to the 2nd decl. nouns in -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχαροσύνη [axarosíni] η, rare
  • absence of gladness, joylessness (near-syn θλίψη, ant χαρά):
    • πώς πέρασαν αυτά τα χρόνια; για το Zακ στα κάτεργα, για το Γιάννη βουτηγμένα στην ~μιας ζωής δίχως ενδιαφέροντα (Chourmouziadis)

[der of άχαρος1 w. suff -σύνη]

[Λεξικό Κριαρά]
επίχαρος, επίθ.
  • Χαρούμενος:
    • (Hist. imp. (Rochow) 19553).

[μτγν. επίθ. επίχαρος. Η λ. και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ηλιόχαρος -η -ο [ilóxaros] & λιόχαρος -η -ο [lóxaros] Ε5 : (λογοτ.) που φωτίζεται άπλετα από τον ήλιο, έτσι ώστε να δίνει μια εικόνα που δημιουργεί ένα συναίσθημα χαράς και ευτυχίας: Hλιόχαρη / καταγάλανη η θάλασσα. Είναι μια μέρα ηλιόχαρη και γελαστή.

[λόγ. ηλιο- + χαρ- (χαίρομαι) -ος· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες