Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- -χαρής -ής -ές [xarís] : β' συνθετικό σε σύνθετα λόγια επίθετα: 1. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο βρίσκει ευχαρίστηση, ικανοποίηση σ΄ αυτό που δηλώνει ή υπονοεί το α' συνθετικό: αιμο~, πολεμο~. 2. (ζωολ., βοτ.) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο ζώο ή φυτό ζει ή ευδοκιμεί στο περιβάλλον που συνεπάγεται το α' συνθετικό· (πρβ. -βιος1, -φιλος1): ελο~, ηλιο~, λιμνο~, υδρο~.
[λόγ. < ελνστ. -χαρής (< θ. του αρχ. ρ. χαίρω) ως β' συνθ.: ελνστ. αἱμο-χαρής, μσν. υδρο-χαρής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιμοχαρής -ής -ές [emoxarís] Ε10 : (λόγ., ιδ. για πρόσ.) αιμοβόρος2.
[λόγ. < ελνστ. αἱμοχαρής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιμοχαρής, -ής, -ές [emoxarís]
- delighting in blood, bloodthirsty, sanguinary, cruel (syn αιματόχαρος):
- ~ εχθρός |
- έχει αιμοχαρή ένστικτα |
- η μάνα του Xριστού οδηγάει το στρατό μας και τον χαίρεται στη μάχη και στη νίκη· την έκανε αιμοχαρή την Παναγιά, την βλέπει με σπαθί στο χέρι (AVlachos)
[fr MG ← K αἱμοχαρής]
- delighting in blood, bloodthirsty, sanguinary, cruel (syn αιματόχαρος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποβροχάρης1 [apovroxáris] ο,
- wind blowing after rain:
- τον ζωογονούσε ο νυχτερινός ~ (Xenop) |
- poem ξεσπά στο κύμα το θολό ..| .. το μάνισμα του κρύου αποβροχάρη (Malakasis)
[substantiv. m of αποβροχάρης2]
- wind blowing after rain:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποβροχάρης2, -α [apovroxáris] (& Seferis -αποβροχάρισσα)
- coming or occurring after the rain (syn αποβροχάρικος, απόβροχος):
- ~ αέρας, καιρός, ουρανός |
- poem .. η γης ευώδαε αποβροχάρα (Kazantz Od 1.344) |
- δε σπαν οι αχτίδες οι στερνές του ηλιού του αποβροχάρη κλ (Sikel) |
- .. στ' αγκάθια τριγυρίζαν | ψιλές αποβροχάρισσες ανάσες (Seferis)
[der of απόβροχο w. suff -άρης]
- coming or occurring after the rain (syn αποβροχάρικος, απόβροχος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχάρης [arxáris] ο, region.
- novice, tyro (syn in αρχάριος1 1):
- poem δεν είμαι ~κι άπραγος εγώ, παθός μαθός και ξέρω κλ (Kazantz Od 7.626)
[fr MG αρχάρης (Chron. Mor. P712), der of αρχάριος (q.v.)]
- novice, tyro (syn in αρχάριος1 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελοχαρής -ής -ές [eloxarís] Ε10 : (για ζώα ή φυτά) που του αρέσει να ζει σε έλη· ελόβιος.
[λόγ. ελο- + -χαρής]
[Λεξικό Κριαρά]
- ζάχαρης ο.
-
- Ζάχαρη:
- έψηννεν τον ζάχαρην (Μαχ. 65619).
[<ουσ. ζάχαριν. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
- Ζάχαρη:
[Λεξικό Κριαρά]
- καμαροτριχάρης, επίθ.
-
- Που έχει σγουρά μαλλιά:
- (Προδρ. III 71).
[<ουσ. καμάρα + τρίχα + κατάλ. ‑άρης. H λ. στο Du Cange App.]
- Που έχει σγουρά μαλλιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- κατεχάρης, επίθ.· θηλ. κατεχαρά· πληθ. κατεχάροι.
-
- 1) Γνώστης:
- στον κατεχάρη ο ακάτεχος το μάθημα γυρεύγει (Ερωτόκρ. Β´ 1866).
- 2) Έμπειρος:
- Τ’ αρμάτωσεν (ενν. το φορτί) … μ’ ανθρώπους κατεχάρους (Τζάνε, Κρ. πόλ. 45311).
- 3) Eπινοητικός, πολυμήχανος:
- εκείνη είναι κατεχαρά και έχει μεγάλη πράξη (Φορτουν. Β´ 279).
[<κατέχω + κατάλ. ‑άρης. H λ. στο Bλάχ. και σήμ. κρητ.]
- 1) Γνώστης: