Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *σιον
62 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
αντιμήνσιον το· αντιμήσιον.
  • (Εκκλ.) αγιασμένο ύφασμα που απλώνεται επάνω στην αγία Tράπεζα για να τελεστεί το μυστήριο της θείας Eυχαριστίας ή αντικαθιστά την αγία Tράπεζα:
    • (Bακτ. αρχιερ. 158).

[<πρόθ. αντί + λατ. mensa. T. αντιμήσι σήμ. ιδιωμ. H λ. και ο τ. τον 8. αι. (ODB, λ. antimension)· βλ. και LBG (ίνσιον)]

[Λεξικό Κριαρά]
αντιμήσιον το,
βλ. αντιμήνσιον.
[Λεξικό Γεωργακά]
απλικασιόν [aplikasjón] το, indecl (L) embroidery
  • appliqué work, appliquéing:
    • κόκκινο ~ |
    • λουλούδια κεντημένα με ~ |
    • δαντέλα ~ appliqué lace |
    • αν τα καταφέρνετε στο κέντημα, κάνετε το ~ με παρισινή βελονιά

[fr Fr application]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βερσιόν η [versxón] Ο (άκλ.) : (συνήθ. για κινηματογραφική ταινία, λογοτεχνικό έργο κτλ.) παραλλαγή, εκδοχή: Είδα τη γαλλική ~ της ταινίας και όχι την αμερικανική, με τους ηθοποιούς να μιλούν γαλλικά και όχι αγγλικά.

[λόγ. < γαλλ. version]

[Λεξικό Κριαρά]
βιβάσιον το.
  • ?Είδος φαρμακευτικού παρασκευάσματος:
    • Περί βιβασίου(;) καθαρτικού (Ιατροσ. κώδ. ωπγ´).

[πιθ. <αόρ. του βιβάζω + κατάλ. ιον. Απ. και τ. διβάσιον (LBG, στη λ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
βίτσιον το.
  • Ελάττωμα:
    • βίτσια … ανθρώπινα (Άνθ. χαρ. 2875).

[<ιταλ. vizio. Λ. βίτιον <λατ. vitium στα Βασιλικά (LBG, στη λ.). Η λ. το 13. αι. (αυτ.), στο Du Cange (τζ‑) και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Κριαρά]
βουτσίον το· βουτσί· βουτσίν· βουττίν.
  • 1) Βαρέλι για διατήρηση κυρίως κρασιού:
    • αν είν’ και θέλετε κρασά, βουτσιά ’χω να σας δείξω (Σαχλ. B´ PM 595).
  • 2) Μέτρο χωρητικότητος πλοίων:
    • θέλει είσταιν τούτον το καράβιν βουτσίων επτακοσίων (Καραβ. 49420).

[<ουσ. βουττίον (6. αι. Lampe, βλ. και LBG, λ. βουτ(τ)ίον <μτγν. ουσ. βούττις + κατάλ. ίον). Ο τ. ί στο Meursius (τζή) και σήμ. ιδιωμ., καθώς και οι άλλοι τ. Η λ. στο Meursius (τζ‑)]

[Λεξικό Κριαρά]
γενέσιον το.
  • Γέννηση:
    • δώματα γενεσίου (Βίος Αλ. 2333).

[εν. του αρχ. ουσ. γενέσια τα. Η λ. τον 6. αι. και σήμ. (ι) ως τοπων.]

[Λεξικό Κριαρά]
γενουβήσιον το· γενοβήσον.
  • (Πιθ.) χρυσό νόμισμα της Γένοβας:
    • στην Βενετιά ’ν’ βενέτικον, στα ξένα γενοβήσον (Ερωτοπ. 448).

[<εθν. Γενουβήσιος· πβ. ιταλ. genovino και γαλλ. génoise]

[Λεξικό Κριαρά]
διαίσιον το,
βλ. διέσιον.
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες