Παράλληλη αναζήτηση
59 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- -άρας [áras] : μεγεθυντικό επίθημα αρσενικών κύριων ονομάτων παράγωγων από κύρια ονόματα: (Γιώργος) Γιωργάρας, (Mήτσος) Mητσάρας. || σε οικογενειακά ονόματα.
[< θηλ. -άρ(α) με προσθήκη της κατάλ. αρσ. -ας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- -αράς [arás] θηλ. -αρού [arú] ουδ. -αράδικο [aráδiko] & (λαϊκότρ.) -αρούδικο [arúδiko] : επίθημα ουσιαστικών με επιτατική σημασία παράγωγων από ουσιαστικά, ρήματα ή ρηματικά παράγωγα· δηλώνει το πρόσωπο που το χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό η ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· στην πρόταση λειτουργούν κυρίως ως κατηγορούμενα: (ύπνος) υπναράς - υπναρού - υπναράδικο, (χορευτής) χορευταράς - χορευταρού - χορευταράδικο.
[< υποκορ. -άρ(ι) με προσθήκη του μεγεθ. -άς· -αρ(άς) -ού, -άδικο, -ούδικο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- -άρας [áras] m augmentat. suff,
- e.g. Γιωργάρας, Nικολάρας etc (cf -άρα1 1).
[Λεξικό Γεωργακά]
- -αράς [arás] m, -αρού
- f, augmentat. suff, e.g. δουλευταράς, κοιλαράς, μυταράς, υπναράς etc and χορευταρού, ψευταρού etc.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αληταράς [alitarás] ο,
- big hoodlum (syn αλήταρος, τσόγλανος)
[der of αλήτης w. suff -αράς; cf κλεφταράς, παλληκαράς, χορευταράς, ψευταράς]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανακαράς ο· νακαράς.
-
- (Συν. στον πληθ.) είδος τυμπάνου που παιζόταν από στρατιωτικούς μουσικούς, συν. έφιππους (σε στρατιωτικές επιχειρήσεις):
- όργανα του πολέμου, τρουμπέτες …, τύμπαν’, ανακαράδες (Διήγ. Bελ. χ 272)·
- Ολονυκτίς ακούγανε πίφερες, νακαράδες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 15617).
[<αραβ. nakkāra ή <μεσν. λατ. nacara - παλαιότ. ιταλ. naccara. Πβ. λ. ανάκαρον το 14. αι. (LBG) και ανάκαρα τα στο Meursius· βλ. και νάκαρο. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Συν. στον πληθ.) είδος τυμπάνου που παιζόταν από στρατιωτικούς μουσικούς, συν. έφιππους (σε στρατιωτικές επιχειρήσεις):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακαράς [anakarás] ο, pl ανακαράδες, mus
- a kind of drum (syn τύμπανο) or wind-instrument:
- λαλούσαν βούκινα κι ανακαράδες (Petsalis-D) |
- folks. εκίνησε και πάαινε με τους ανακαράδες, | μ' εννιά ζυγές λαλούμενα με δεκαοχτώ φλογέρες (SKarakasis)
[fr MG ανακαράς ← ML nacara ← Arab naqq`ara]
- a kind of drum (syn τύμπανο) or wind-instrument:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιπαλληκαράς [arçipalikarás] ο,
- very robust or brave man (syn αρχιπαλλήκαρο, αρχιπαλλήκαρος):
- έρχονται χοντροί παλαιστές απ' τη Pουσία, έρχονται Γιαπωνέζοι αρχιπαλληκαράδες και Iνδιάνοι μαστόροι στα τερτίπια (DOikonomidis)
[cpd w. παλληκαράς]
- very robust or brave man (syn αρχιπαλλήκαρο, αρχιπαλλήκαρος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστακοψαράς [astakopsarás] ο, fish.
- lobster fisherman:
- αστακοψαράδες της Σκύρου
[cpd w. ψαράς]
- lobster fisherman:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφτάρας [aftáras] ο,
- large-eared man (syn αφταράς, αφτουλάς)
[der of αφτάρα]