Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ακλας
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ακλας [aklas] : επίθημα μεγεθυντικών αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: (άντρας) άντρακλας.

[< -άκλ(α) με προσθήκη του μεγεθ. -ας]

[Λεξικό Γεωργακά]
-ακλας [aklas] ο, augmentat. suff
:
  • άντρακλας (άντρας)
  • prob fr -άκλα, q.v.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άντρακλας ο [ándraklas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : (οικ.) άντρας πολύ σωματώδης και εύρωστος.

[άντρ(ας) -ακλας]

[Λεξικό Γεωργακά]
άντρακλας [ándraklas] ο,
  • big and stalwart man (syn άντραρος):
    • ~ γεροδεμένος, παντοδύναμος, πελώριος, ψηλός |
    • ένας ~ ως εκεί πάνω |
    • ήταν ένας ~ με φαρδιές πλάτες και παλάμες σαν τάσια (Tsirkas) |
    • poem κι ορθός στο φεγγαρόφωτο ο θεός σαν ~ πυργώθη (Kazantz Od 20.752)

[der of άντρας w. suff -ακλας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες