Παράλληλη αναζήτηση
34 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -αινα [ena] : επίθημα για το σχηματισμό: 1. (λαϊκότρ.) του θηλυκού από αρσενικά ουσιαστικά που σημαίνουν επάγγελμα· (βλ. -άς 1)· δηλώνει τη γυναίκα κάποιου που χαρακτηρίζεται από το επάγγελμα που ασκεί αυτός ή τη γυναίκα που ασκεί η ίδια αυτό το επάγγελμα· (πρβ. -ού 1, -ίνα, -ισσα): (ψωμάς) ψωμάδαινα. 2. του θηλυκού ενός ζώου· (πρβ. -ίνα): (δράκος) δράκαινα, (λέων) λέαινα.
[αρχ. επίθημα θηλ. ουσ. -αινα με βάση αρσ. σε -ων: αρχ. λέ-αινα (< λέ-ων), θεράπ-αινα `υπηρέτρια΄ (< θεράπ-ων), Λάκ-αινα (< Λάκ-ων) με επέκτ. και σε άλλα ον.: αρχ. θέ-αινα (< θε-ός), λύκ-αινα (< λύκ-ος)]
- -αινα [ena] andronym suff
- 'wife of so-and-so', w. given names or surnames or occupational designations, e.g. Γιώργαινα (Γιώργης):
- Δημήτραινα (Δημήτρης), Δημητριάδαινα (Δημητριάδης), Iωαννίδαινα (Iωαννίδης), Mαυρομιχάλαινα (Mαυρομιχάλης), γιάτραινα (γιατρός), ξενοδόχαινα (ξενοδόχος), χασάπαινα (χασάπης) etc
[fr MG -αινα ← K; cf AG -αινα in γείταινα (γείτων), δράκαινα (δράκων), λέαινα (λέων), Λάκαινα (Λάκων) etc, hence generalized, e.g. λύκαινα (λύκος) etc]
- 'wife of so-and-so', w. given names or surnames or occupational designations, e.g. Γιώργαινα (Γιώργης):
- αγάδαινα [aγá∂ena] η,
- aga's wife:
- folks. να το δώση αγάς σταφύλι | κ' η ~ το ρόδι.
- aga's wife:
- Αλέξαινα [aléksena] η,
- wife of Alexis (cf Aλέξης):
- prov phr αυτά είναι τα κουμπιά της Aλέξαινας these are difficult matters.
- wife of Alexis (cf Aλέξης):
- Αλωνίσταινα [alonístena] η, geogr
- town in Arcadia
[folket fr Λινίστανα]
- Ανδρίτσαινα [an∂rítsena] η, (& Aντρίτσενα) gen Aνδρίτσαινας, geogr
- Andritsena, town in West Peloponnesus
[fr andronym Aνδρίτσαινα, der of Aνδρίτσος]
- αξιέπαινα [aksiépena] adv
- in a manner requiring praise, praiseworthily, commendably:
- φέρθηκες ~ |
- η επιτροπή εργάσθηκε ~
[fr postmed (Somavera) αξιέπαινα, der of αξιέπαινος; cf kath αξιεπαίνως]
- in a manner requiring praise, praiseworthily, commendably:
- αρύταινα [arítena] η, (L) arche.
- ladle or dipper used for pouring oil
[fr kath αρύταινα ← Κ (also pap), AG ἀρύταινα]
- βαΐνα η.
-
- Κλαδί φοινικιάς:
- εβάσταν … ραβδίν ’πό την βαΐναν (Θρ. Κυπρ. 475).
[<μτγν. ουσ. βαΐνη. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
- Κλαδί φοινικιάς:
- βιλλάναινα η.
-
- Χωριάτισσα (υβριστ.):
- στεφάνια … έβαλεν η βιλλάναινα (Γεωργηλ., Θαν. 429).
[<ουσ. βιλλάνος (12. αι., LBG) + κατάλ. ‑αινα. Η λ. στο Du Cange App. (βιλάνε‑)]
- Χωριάτισσα (υβριστ.):