Παράλληλη αναζήτηση
32 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ιλίκι [ilíki] & -λίκι [líki] : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει συχνά μειωτικά το επάγγελμα, την ασχολία ή την ιδιότητα που έχουν σχέση με το σημαινόμενο από την πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ίκι 1): (βουλευτής) βουλευτιλίκι, (δικηγόρος) δικηγοριλίκι, (καθηγητής) καθηγητιλίκι, (υπουργός) υπουργιλίκι, (μασκαράς) μασκαραλίκι.
[τουρκ. -lik -ι: μασκαρα-λίκι < τουρκ. maskaralιk, ιδίως σε λ. τουρκ. προέλ. με θέμα σε [i] : νταη-λίκι < dayιlιk, μπεκρ-ιλίκι < bekrilik, με επέκτ. σε λ. χωρίς θέμα σε [i] : καραγκιοζ-(ι)λίκι < karagözlük, ζορ-ιλίκι < zorluk και τελικά σε λ. όχι τουρκ. προέλ.: υπουργ-ιλίκι (< υπουργ-ός)]
- αγριλίκι [aγrilíci] το, region.
- pre-wedding gift of the bridegroom to the bride, esp when he is a widower and she a virgin
[fr Turk agirlik 'present in money, jewelry, clothes etc presented to the bride by the bridegroom']
- αλλαξοβασιλίκι το.
-
- Aναστάτωση που προέρχεται από αλλαγή πολιτικής κατάστασης:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 56224).
[<αόρ. του αλλάσσω + ουσ. βασιλίκι. Πβ. λ. αλλαξοβασιλεία τον 11. αι. (LBG). H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Aναστάτωση που προέρχεται από αλλαγή πολιτικής κατάστασης:
- αλλαξοβασιλίκι [alaksovasilíci] το, region. (Crete, Mani)
- change of political situation (syn L μεταπολίτευση) and disturbance resulting therefrom:
- ήρθε τ' ~
[fr LMG αλλαξοβασιλίκι, cpd w. βασιλίκι]
- change of political situation (syn L μεταπολίτευση) and disturbance resulting therefrom:
- αμπατζιλίκι [ambatzilíci] (& [abatzilíci]) το,
- vocation of maker/seller of coarse woolen cloth or garments (syn επάγγελμα του αμπατζή)
[fr Turk abacilik]
- αρχηγιλίκι το [arxijilí
i] Ο44α : (προφ.) η εξουσία που ασκεί ο αρχηγός και το αξίωμά του. [αρχηγ(ός) -ιλίκι]
- αρχηγιλίκι [arçiyilíci] το,
- position, office, or authority of leader, leadership (syn αρχηγία 1):
- κανένας άλλος δεν τόλμησε να του αμφισβητήσει το ~(Varnalis)
[der of dial (Kazantz) αρχηγίκι (this der of MG αρχηγία w. suff -ίκι) w. interference of suff -λίκι]
- position, office, or authority of leader, leadership (syn αρχηγία 1):
- αρχοντιλίκι το [arxondilíki] Ο44α : (προφ.) αρχοντιά.
[άρχοντ(ας) -ιλίκι]
- αρχοντιλίκι [arxondilíci] το,
- ① position of authority or command, office (syn in αρχοντίκι):
- poem κι άλλοι πολλοί θαν τα 'καναν, μα δεν το καταφέρνουν, | δεν είναι καλοπίχερη δουλειά τ' ~(Athanas)
- ② nobility, distinction, breeding (syn in αρχοντιά 1):
- είδες και στα σπίτια μας ~και πάστρα και νοικοκυροσύνη; (Venezis)
[der of MG αρχοντία / αρχοντιά, w. suff -λίκι, or fr αρχοντίλα w. suff -ίκι]
- ① position of authority or command, office (syn in αρχοντίκι):
- ατζαμιλίκι [adzamilíci] το, (& ατζαμλίκι)
- inexperience, inexpertness, unskilfulness, amateurishness, ineptitude (syn αδεξιότητα 1, απειρία1, ατζαμοσύνη 1):
- με το ~
[fr Turk acemilik 'lack of experience']
- inexperience, inexpertness, unskilfulness, amateurishness, ineptitude (syn αδεξιότητα 1, απειρία1, ατζαμοσύνη 1):