Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- -ούρα 2 : μεγεθυντικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα· συνήθ. επιτείνει μειωτικά την έννοια της πρωτότυπης λέξης: (γαλλικά) γαλλικούρα, (δημοτική) δημοτικούρα, (ελληνικά) ελληνικούρα, (λαϊκός) λαϊκούρα, (μαλλί) μαλλούρα, (μηδενικό) μηδενικούρα.
[μσν. -ούρα < -ουρα 1 (το λατ. και ιταλ. -ura είναι και μετον.: ιταλ. altura `ψηλό μέρος΄): μσν. κομματ-ούρα `μεγάλο κομμάτι΄]