Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σω- [so] & σώ- [só], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθε τικό : ατονημένο α' συνθετικό λέξεων συχνά προφορικών ή οικείων που εμπεριέχει συνήθ. την έννοια μέσα, εσωτερικός· (πρβ. εσω-): σώγαμπρος, σώψυχα, ~κάρδι.
[επιρρ. έσω ως α' συνθ. με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]