Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκατο- [skato] & σκατό- [skató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. με αναφορά στα ανθρώπινα περιττώματα· (πρβ. κοπρο-): ~φαγία. 2. (προφ., λαϊκ.) σε σύνθετα που χαρακτηρίζουν μειωτικά, υβριστικά αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό· (πρβ. κωλο-): ~κατάσταση, σκατόπαιδο, σκατόφατσα.
[1: λόγ. < αρχ. σκατο- θ. σκατ- του ουσ. σκώρ (δες στο σκατό) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. σκατο-φάγος `που τρώει περιττώματα΄· 2: μσν. σκατο- θ. του ουσ. σκατ(όν) -ο-: μσν. σκατό-γερος (δες λ.)]