Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκέλεθρο το [skéleθro] Ο41 : με επιτατική σημασία, ο σκελετός ή ο σκελετωμένος άνθρωπος, συνήθ. σε λογοτεχνική χρήση.
[λόγ. αντδ. < ιταλ. scheletro `σκελετός, αδύνατος άνθρωπος΄ < ελνστ. σκελετός ( [r] ίσως από επίδρ. του αρχ. σκελιφρός (ελνστ. σκελεφρός) `στεγνός και αδύνατος΄)]