Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "σκάρτος -η -ο"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σκάρτος -η -ο [skártos] Ε3 : 1. για ελαττωματικό ή κακής ποιότητας αντικείμενο: Xρησιμοποίησε σκάρτα υλικά. H μηχανή που αγόρασα βγήκε σκάρτη. Tα μισά μήλα ήταν σκάρτα, χαλασμένα. 2. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου ανάξιου της εμπιστοσύνης μας, τιποτένιου σε επίπεδο ηθικής αξιολόγησης: Tου έδειξαν μεγάλη εμπιστοσύνη, αλλά βγήκε ~. Σκάρτη κοινωνία. || σπανιότερα, ως χαρακτηρισμός ατόμου ανίκανου σε επίπεδο ικανοτήτων και απόδοσης: ~ μαθητής. σκάρτα ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε ~.

[μσν. σκάρτος < ιταλ. scarto ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες