Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρωμαίικος -η -ο [roméikos] Ε5 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στους Ρωμιούς, στους νεότερους Έλληνες· (πρβ. νεοελληνικός, ελληνικός): α. (ειρ., μειωτ.): Ρωμαίικα πράγματα. Ρωμαίικη τσαπατσουλιά. β. (σε προτάσεις που εκφράζουν πνεύμα εθνικής περηφάνιας): Ρωμαίι κο φιλότιμο / γλέντι. Ρωμαίικη παλικαριά. 2. (ως ουσ.) α. το ρωμαίικο, το νεοελληνικό κράτος και η κοινωνία με όλες τις αδυναμίες τους· (πρβ. ψωροκώσταινα): Ρωμαίικο είναι αυτό· δε φτιάχνεται με τίποτα. β. (προφ.) τα ρωμαίικα, η νεοελληνική γλώσσα, τα ελληνικά, συνήθ. σε εκφράσεις με επιτιμητικό ή απειλητικό περιεχόμενο, όπως: Kαταλαβαίνεις ρωμαίικα;, καταλαβαίνεις τι σου λέω;
[μσν. Ρωμαί(ος) `πολίτης του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους΄ -ικος < ελνστ. Ῥωμαῖος `πολίτης της Ρώμης΄ (δες και ρωμιός)]