Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "πόρτο 2"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πόρτο 2 το & πορτό το [portó] Ο (άκλ.) : ποικιλία γλυκού και αρωματικού πορτογαλικού κρασιού.

[ιταλ. porto < πορτογαλ. τοπων. Ρorto (πόλη στο κέντρο της παραγωγής)· λόγ. < γαλλ. porto < πορτογαλ. Ρorto]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες