Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "πουλ πουλ"
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πουλ πουλ [púl púl] επιφ. : (λαϊκότρ.) χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να συγκεντρώσουμε τις κότες κυρίως για τάισμα.

[ηχομιμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες