Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πιγκ πογκ το [píŋg póŋg] Ο (άκλ.) : παιχνίδι που παίζεται από δύο ή τέσσερα άτομα με ρακέτες και με ένα μικρό λευκό και ελαφρύ μπαλάκι πάνω σε ειδικό τραπέζι χωρισμένο στα δύο με δίχτυ· επιτραπέζια αντισφαίριση: Οι Iάπωνες είναι πολύ καλοί στο ~. (έκφρ.) σαν μπαλάκι του ~, για άνθρωπο που του ζητούν να κάνει πολλά πράγματα συγχρόνως, που τον ταλαιπωρούν.
[λόγ. < αγγλ. Ρing-Ρong σήμα κατατ. (ping: ηχομιμ.)]