Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατριωτικός -ή -ό [patriotikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πατριωτισμό, στην πατρίδα ή στον πατριώτη2: Πατριωτικά τραγούδια / εμβατήρια / αισθήματα. ~ λόγος / ενθουσιασμός. Δημιουργήθηκε κλίμα πατριωτικής έξαρσης.
πατριωτικά ΕΠIΡΡ με (τρόπο που δείχνει) αγάπη προς την πατρίδα: Έδρασε ~. (έκφρ.) παίρνω κτ. ~, αντιμετωπίζω κτ. με ιδιαίτερο, προσωπικό ζήλο ή ευαισθησία: Mην το παίρνεις ~! [λόγ. < γαλλ. patriotique < patriot(e) = πατριώτ(ης)2 -ique = -ικός (διαφ. το αρχ. πατριωτικός `που ανήκει στην ίδια πατριά΄)]